Μπαξεβάνη Αναστασία: "Good Morning, Judge!"
Τέλος Ιουλίου. Καταμεσήμερο με καύσωνα. Ο ιδρώτας τον έλουζε και μούσκευε το ξεβαμμένο πουκάμισό του. Χοντρές αλμυρές στάλες γλιστρούσαν από τα παχιά φρύδια του και τον εμπόδιζαν να δει καθαρά. Τις σκούπιζε με τις υγρές παλάμες του και περίμενε στη σκιά.
«Γιάννη, δεν αντέχω άλλο! Θα πάρω τα παιδιά και θα πάω στους δικούς μου».
Ένα γαλάζιο αυτοκίνητο φάνηκε από μακριά. Έστριψε δεξιά προς την αλάνα πίσω από το δημαρχείο και σταμάτησε κάτω από το τρύπιο κιόσκι, δίπλα στα υπόλοιπα οχήματα του Δήμου. Ο oδηγός βγήκε αποχαυνωμένος από τη ζέστη και σκούπισε με ένα μαντήλι το πρόσωπό του. Πήρε τoν χαρτοφύλακα, έκλεισε με δύναμη την πόρτα και απομακρύνθηκε, όσο γρήγορα του επέτρεπε η αποπνιχτική ατμόσφαιρα των 42 βαθμών Κελσίου.