Δρακονταειδής Φίλιππος: "Τοπίο με ποταμό και ακτή στο βάθος"
1.
Μπα, μονολόγησα, ένας γρύλος ακούγεται.
Είχα ανοίξει το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς μου, ήταν Κυριακή. Ένας γρύλλος, σε ετούτη την πόλη! Φθινόπωρο, ο αέρας δροσερός, τι δουλειά έχει ένας γρύλος να ακούγεται, όλη η Φύση ησυχάζει.
Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Ποιος να είναι τέτοια ώρα, αναρωτήθηκα, καλά-καλά δεν είχε ξημερώσει. Άφησα το τηλέφωνο να σκούζει. Έχω βαρεθεί να επαναλαμβάνω πως ετούτη η δουλειά με έχει μπουχτίσει: δεν θέλω άλλο, δεν γίνομαι σοφότερος, ξεχνάω και όσα έχω μάθει.
Τότε λοιπόν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Βγήκα στη βεράντα και κατόπτευσα τον δρόμο: το τρακαρισμένο αυτοκίνητο της Υπηρεσίας ήταν σταθμευμένο στη γωνία.