Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας - Γιάννης Πανούσης
Γιάννης Πανούσης - Η δολοφονία ενός αυτόχειρα

Άλλαξε ο άνεμος φορά...
Μ. Βλάχου-Καραμβάλη
Στις παληές σελίδες
Κάθε πρωί του άρεσε να χουζουρεύει, με τη σκυλίτσα του να γουργουρίζει, κουρνιασμένη μέσα στα πόδια του. Δεν έχει σημασία, σκέφτηκε, που σήμερα ήταν μία ξεχωριστή μέρα.
Είχε γράψει το σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους του (απονενοημένου, κατ’ άλλους) διαβήματος, είχε αγοράσει το όπλο, είχε ελέγξει τη θαλάμη και τις σφαίρες, είχε κλείσει τα παράθυρα και περίμενε να χτυπήσει το ρολόι στις 07.00 ακριβώς για να πατήσει τη σκανδάλη.
Την ώρα που κουδούνιζε το ξυπνητήρι κι ενώ άπλωνε το χέρι για να πιάσει το περίστροφο, ένοιωσε ένα πόνο στο στήθος.
Τα λίγα δευτερόλεπτα που -άσε τους γιατρούς να λένε- τον χώριζαν από το θάνατο, πρόλαβε να δει και ν’ αναγνωρίσει το πρόσωπο του δολοφόνου.
-Μα γιατί; ψέλλισε… Αφού σου είχα πει ότι θ’ αυτοκτονήσω.
-Μ’ αυτά που μου έκανες, δεν σου άξιζε έντιμο τέλος, απάντησε ο γιος του.
Και ξαναπυροβόλησε…
Γιάννης Πανούσης - Μοιραία συνάντηση;

- Πώς είσαι; ρώτησα τον παλιό φίλο που συνάντησα τυχαία στο δρόμο,
- Καλά, δόξα σοι ο Θεός, μου απάντησε κι έφυγε βιαστικός γιατί είχε αργήσει σε κάποιο σημαντικό ραντεβού.
Αλήθεια, σκέφτηκα, γιατί ο Θεός ν’ ασχολείται με την υγεία και την ασφάλεια ειδικά αυτού του ανθρώπου; Γιατί τον προστάτευε από το Κακό; Ποια σχέση τον συνέδεε με το Επέκεινα, μ’ ένα προνόμιο που δεν το διέθεταν και άλλοι που χάθηκαν πρόωρα;
Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω το βλάσφημο συλλογισμό μου και μιά κραυγή έσκισε τη νύχτα στα δύο:
- Βοήθεια… Με σκοτώνουν…
Ένας περαστικός έτρεξε… Το μαχαίρι όμως είχε καρφωθεί στην καρδιά.
Κάπου αλλού θα κοίταξε ο Θεός και τον ξέχασε, σκέφτηκα.
Εκτός εάν ο Διάβολος, μέσω του δολοφόνου, ήταν σ’ αυτή την περίπτωση πιο γρήγορος στον έλεγχο της Μοίρας του.
Γιάννης Πανούσης - Ποιος μπορεί να είναι το θύμα;

Ένας Έλληνας συγγραφέας γράφει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα,στο οποίο ένας Γάλλος συγγραφέας σκοτώνει έναν Ιταλό συγγραφέα, αλλά στη μέση της πλοκής χάνει τον έλεγχο του κειμένου καθώς ο μεν υποτιθέμενος δράστης ήταν αδύνατο να το ’χει κάνει αφού ένας Γάλλος πάντοτε υπογράφει με γαλατικό στυλ, ενώ το υποτιθέμενο θύμα δεν μπορεί να έχει δολοφονηθεί αφού ουδέποτε υπήρξε Ιταλός αριστερός συγγραφέας, ο οποίος θα καθόταν να τον σκοτώσει ένας αριστοκράτης Γάλλος. Τότε ο Έλληνας συγγραφέας συνειδητοποίησε ότι η αστυνομική λογοτεχνία βρίθει από φαντάσματα ιστορικών και πολιτικών καταλοίπων εξουσίας, γι’ αυτό αποφάσισε ν’ αλλάξει το σενάριο ώστε ο Γάλλος συγγραφέας μαζί με τον Ιταλό συγγραφέα να δολοφονούν από κοινού τον αγενή, αυθάδη κι ανιστόρητο Έλληνα.
Η σύγχρονη ελληνική αστυνομική λογοτεχνία στο περιοδικό «Φρέαρ»

Με εκτενές αφιέρωμα στη σύγχρονη ελληνική αστυνομική λογοτεχνία, κυκλοφορεί το 6ο τεύχος (Μάιος 2022) του ηλεκτρονικού περιοδικού για τη λογοτεχνία «Φρέαρ».
Στο αφιέρωμα, που υλοποιήθηκε με την επιμέλεια του Κώστα Θ. Καλφόπουλου, συμμετέχουν ο κριτικός λογοτεχνίας Βαγγέλης Χατζηβασιλείου και 15 συγγραφείς, μεταξύ των οποίων τα μέλη της ΕΛΣΑΛ, Ανδρέας Αποστολίδης, Νεοκλής Γαλανόπουλος, Βασίλης Δανέλλης, Άννα Δάρδα-Ιορδανίδου, Τεύκρος Μιχαηλίδης, Γιάννης Πανούσης, Γιάννης Ράγκος, Φίλιππος Φιλίππου και Βίκυ Χασάνδρα.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ #1 – Γιάννη Πανούση: Αλληγορικό

Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
Καλοκαιρινά «αστυνομικά» από τους συγγραφείς της ΕΛΣΑΛ

Με το καλοκαίρι να έχει «εφορμήσει» πλέον για τα καλά, η ΕΛΣΑΛ προτείνει μερικά εξαιρετικά αστυνομικά μυθιστορήματα πρόσφατης «εσοδείας», γραμμένα από συγγραφείς-μέλη της, που ανταποκρίνονται σε κάθε λογοτεχνική προσδοκία και αναγνωστικό γούστο.
Οι συγγραφείς της ΕΛΣΑΛ μιλάνε - Γιάννης Πανούσης / 26.3.2022
Πανούσης Γιάννης
Γράφω αστυνομικές ιστορίες για δύο κυρίως λόγους:
- κατά πρώτον: για ν' απο-δείξω στους γνήσιους αστυνομικούς συγγραφείς ότι η Εγκληματολογία, την οποία υπηρέτησα επί 40 χρόνια, δεν είναι μία αφηρημένη θεωρητική επιστήμη [και οι εγκληματολόγοι αιθεροβατούντες διανοούμενοι] αλλά ότι ο νομικοκοινωνιολογικός αυτός κλάδος έχει σημαντικές πρακτικές εφαρμογές, [...]
Πανούσης Γιάννης: "Μυστικός Αόρατος Τρόμος" (σε δέκα πράξεις)
Πράξη πρώτη
Η αίθουσα ήταν γεμάτη. Κοσμοσυρροή για τη διάλεξη του Καθηγητή Εγκληματολογίας με θέμα «Ρατσισμός/αντιρατσισμός στον 21ο αιώνα». Στα πρώτα καθίσματα πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, πρέσβεις ξένων χωρών, οικονομικοί παράγοντες.
Ο καθηγητής ξεκίνησε την ομιλία του αναφερόμενος σ’ ένα γνωστό και πολλές φορές δημοσιευμένο επεισόδιο, χαρακτηριστικό της ειδικότερης πτυχής του θέματος στην οποία ήθελε να επικεντρωθεί.
«Ένας μαύρος διαπράττει παράβαση ΚΟΚ. Λευκοί αστυνόμοι τον κυνηγούν. Ο δράστης πιστεύει ότι τον κυνηγούν για ρατσιστικούς λόγους και δεν σταματάει. Οι αστυνόμοι αντιδρούν χρησιμοποιώντας άμετρη και παράνομη βία. Λόγω καταγραφής της σύλληψης σε video οι αστυνομικοί διώκονται. Επιλέγονται αποκλειστικά λευκοί ένορκοι. Οι κατηγορούμενοι αθωώνονται. Πολλοί μαύροι διαμαρτύρονται για την απόφαση. Ορισμένοι συλλαμβάνονται. Οι αστυνομικοί χρησιμοποιούν σε όποιους αντιστέκονται υπερβολική βία. Ο φαύλος κύκλος δεν κλείνει ποτέ. Συμπερασματικά…»
Την ομιλία διέκοψαν τέσσερις πυροβολισμοί, που αντήχησαν από τα πίσω καθίσματα. Επικράτησε πανικός. Όλοι έτρεχαν αλλόφρονες προς τις εξόδους κινδύνου. Μερικοί έπεσαν και ποδοπατήθηκαν. Οι πλέον ψύχραιμοι καθώς και αυτοί που παρακολουθούσαν τη διάλεξη όρθιοι στο βάθος της αίθουσας κατευθύνθηκαν προς το μέρος από όπου ακούστηκαν οι πυροβολισμοί και είδαν δύο άτομα, στις άκρες της τελευταίας σειράς, πεσμένα στο πάτωμα. Είχαν δεχτεί μια σφαίρα στο κεφάλι και μία στο στήθος.
Κάποιος τους αναγνώρισε. Ήταν οι σωματοφύλακες πρέσβη αφρικανικής χώρας οι οποίοι τον συνόδευαν σε κάθε δημόσια εμφάνισή του. Ο ένας ήταν της ίδιας καταγωγής με τον πρέσβη αλλά ο δεύτερος ήταν έλληνας, βορειοηπειρώτης, που του είχε αναθέσει το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης να φυλάει τον πρέσβη.
Πανούσης Γιάννης: "Ο άγρυπνος ύπνος του Κάιν"
Έμαθα από τις εφημερίδες τον θάνατό μου. Το διάβασα και δεν το πίστευα.
Ο δημοσιογράφος έλεγε, πως σύμφωνα με το ρεπορτάζ, με είχαν δολοφονήσει στο δρόμο δύο άγνωστοι που κρατούσαν καλάσνικωφ και με γάζωσαν με 20 σφαίρες.
Δεν ξέρω με ποιο τρόπο ο συντάκτης τις μέτρησε αφού τους κάλυκες τούς είχαν αρπάξει κάτι πιτσιρίκια, τα οποία έπαιζαν μπάλα στην πλατεία, είδαν το αιματηρό σκηνικό και χωρίς να φοβηθούν, μόλις οι δολοφόνοι μου απομακρύνθηκαν, έτρεξαν και τους πήραν για να βάλουν μέσα τις πολύχρωμες γκαζές τους.
Δεν θυμάμαι να πόνεσα, εκτός από ένα τσίμπημα πίσω από το αυτί. Ούτε κατάλαβα ότι πέθανα. Πεσμένος κάτω στο έδαφος, στη μέση του δρόμου, δίπλα μία λίμνη κόκκινη, εξακολουθούσα να βλέπω τα αυτοκίνητα να περνάνε πλάι μου με μεγάλη ταχύτητα και εγώ να προσπαθώ να μετακινήσω το σώμα μου για να μην το πατήσουν. Οι περαστικοί που έτρεξαν να δουν τί συνέβαινε με κοίταζαν έντρομοι ενώ, εγώ, νομίζω, δεν είμαι σίγουρος, ότι τους χαμογελούσα ηλίθια χωρίς απ’ ότι κατάλαβα να φαίνεται στο πρόσωπό μου.
Όλα τα παραπάνω τα έζησα ξανά όταν ξαπλωμένος στο θάλαμο του νοσοκομείου διάβασα στην εφημερίδα του πλαϊνού μου: «Δολοφονήθηκε γνωστός δικηγόρος, διάσημος από δίκες υπεράσπισης τρομοκρατών». Στο μέσον του κειμένου υπήρχε και μια πολυκαιρισμένη φωτογραφία που δεν μου θύμιζε τίποτα. Ίσως να ήταν από κάποιο αρχείο. Την επόμενη από το τρανζίστορ του ιατροδικαστή άκουσα την εξής είδηση: «Ο δολοφονηθείς χθες δικηγόρος είχε διασυνδέσεις με διεθνή κέντρα που δρούσαν κατά του έθνους μας».
Πανούσης Γιάννης: "Οι κομματικοί επίγονοι"
Όπως κάθε μικρό κόμμα, έτσι και το ΚΟΜ.ΠΙ.ΑΡ (Κόμμα Πιστών Αριστερών) είχε τα εσωτερικά του προβλήματα. Συσχετισμούς τους ονόμαζαν οι παλιές καραβάνες. Ο Πρόεδρος και το περιβάλλον του, συμπεριλαμβανομένου του Γραφείου Τύπου, οι έμπιστοι φίλοι του παρελθόντος, συγκρούονταν συχνά – πυκνά με τον Αντιπρόεδρο, τον εμφανιζόμενο ως αρχηγό της εσωτερικής αντιπολίτευσης.
Ο Γραμματέας προσπαθούσε να συγκρατήσει τους δύο- τρεις φιλόδοξους τάχα διανοούμενους αρχηγοκτόνους, ενώ τρεις – τέσσερις κρυφο-διπρόσωποι βουλευτές που άλλα έλεγαν και αλλού κοίταζαν, έψαχναν την ευκαιρία για να την «κάνουν».
Τον τελευταίο καιρό οι αιχμηρές δηλώσεις, οι δημόσιες αντιπαραθέσεις, οι φήμες περί συνωμοσιών είχαν κάνει το κλίμα εκρηκτικό.
Άλλωστε προείχαν τα εθνικά θέματα και κυρίως το κρίσιμο δίλημμα με ποια υπερδύναμη θα πάει η χώρα.
Πανούσης Γιάννης: Τρία σχεδιάσματα / ιδέες αστυνομικών ιστοριών για νέους αστυνομικούς συγγραφείς
1. Το μήνυμα ήταν σαφές:
«Κατά τη διάρκεια του ντέρμπυ θα σκοτώσω τον φίλο μου γιατί είναι φανατικός οπαδός της αντίπαλης ομάδας».
Το κανάλι που έλαβε το μήνυμα ειδοποίησε αμέσως το αστυνομικό τμήμα της περιοχής, όπου θα διεξαγόταν ο αγώνας και οι αστυνομικοί, άλλοι με πολιτικά κι άλλοι ένστολοι, περιπολούσαν και έλεγχαν τα πάντα και τους πάντες.
Ουδείς σκέφτηκε ότι ο δολοφόνος θα σκότωνε το φίλο του στο σπίτι του, όπου τον είχε καλέσει να δούνε μαζί το ματς.
Τεύκρος Μιχαηλίδης - Σε μια ακρογιαλιά του Σαρωνικού

Μόλις πέρασα την Αγία Μαρίνα έκοψα ταχύτητα. Οδηγούσα προσεκτικά, πασχίζοντας να διακρίνω τη θαλαμηγό μέσα στο σκοτάδι. Την εντόπισα στ’ ανοιχτά ενός κολπίσκου. Κατέβηκα στην παραλία κι έβγαλα τα κιάλια. Οι συνένοχοί μου ήταν όλοι εκεί. Ο «Τολστόι», ο δικηγόρος - το «Χλωμό Τσεκούρι» - κι η «Θεία Όλγα», αυθεντία στο ξέπλυμα. Έβγαλα το πιστόλι. Δεν έπρεπε ν’ αστοχήσω. Ετοιμάστηκα ψύχραιμα και πυροβόλησα. Διάνα!
Την επομένη, η υπαστυνόμος Πετροπούλου, ειδοποιημένη από τους παραθεριστές - ήταν ακόμα αρχές Σεπτέμβρη - έφτασε αμέσως. Σήκωσε το σεντόνι, εξέτασε το πτώμα, έδειξε στον βοηθό της τη θέση του χεριού, τα αίματα, τα κολλημένα μαλλιά. «Αυτοκτονία!» αποφάνθηκε. Η θαλαμηγός ήταν άφαντη.
Δε ξέρω αν έτσι θα γίνουν τα πράγματα. Πάντως εγώ έτσι τα σχεδίασα.
Φώντας Λάδης - Ήξερε

Εφτά το απόγευμα. Το θυροτηλέφωνο χτύπησε. Το γνωστό μέντιουμ Κλεονίκη Π. ήξερε ποιος ήταν. Όπως άλλωστε ήξερε, πως το κουδούνι θα χτυπούσε στις εφτά. Ωστόσο ρώτησε: “Ποιος είναι;”. Ο επισκέπτης είπε το όνομά του κι εκείνη άνοιξε.
Κάθισαν. Πρόσφερε καφέ. (Οι άντρες της σήμανσης που βρήκαν αργότερα το πτώμα, είδαν στο τραπέζι δυο μισοάδεια φλυτζάνια και ένα τασάκι με αποτσίγαρα).
Τι συζήτησαν; Σε τι ύφος; Πότε ακριβώς και πώς διέκοψαν; Πολλοί ρωτούν: Αφού ήταν μέντιουμ, πώς δεν πρόβλεψε το θάνατό της; Η απάντηση είναι: Τον πρόβλεψε. Γι αυτό και δεν έκανε τίποτα για να τον αποφύγει.
Όταν κατάλαβε ότι ο επισκέπτης ήταν έτοιμος, έγειρε στον καναπέ, έβαλε το πρόσωπό της κάτω από το μαξιλάρι και του είπε: “Τώρα!”.