Charles Willeford: "Miami Blues"

Written on . Posted in Σχετικά με την την Ξένη Αστυνομική Λογοτεχνία

του Αντώνη Γκόλτσου


ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ - 2011

Οδηγός στρατιωτικών φορτηγών και πυροσβεστικών οχημάτων, μάγειρος, αλλά και πεταλωτής αλόγων, παρασημοφορημένος οδηγός άρματος στη μάχη των Αρδεννών (12/1944-01/1945), αλλά και επαγγελματίας πυγμάχος, ραδιοφωνικός σχολιαστής, εκγυμναστής αλόγων, με σπουδές ζωγραφικής στη Γαλλία, ο Charles Willeford (1919-1988), θα αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι σε ηλικία 43 ετών και θα παραδίδει κολεγιακά μαθήματα γλώσσας και φιλοσοφίας, μέχρι το 1985.

Η “τετραλογία τού Χοκ Μόσλεϋ” (“Miamiblues”/1984 -αρχικός τίτλος που είχε προταθεί από τον Willeford: “KissYourAssGood-Bye”-, NewHopefortheDead”/1985, “Sideswipe”/1987 και “TheWayWeDieNow”/1988) αντιπροσωπεύει μικρό μέρος τής συγγραφικής δουλειάς τού Willeford, εργογραφίας που περιλαμβάνει λογοτεχνία, ποίηση, απομνημονεύματα, αυτοβιογραφία και δοκίμια. Στην αστυνομική λογοτεχνία, ο Willeford θεωρείται εκπρόσωπος του Αμερικανικού neo-noir, ενός υπο-κλάδου τού κατά Hammett και Chandler Αμερικανικού hardboiled, όπου (ο Willeford) “αφηγείται εκτενώς και με σατιρική διάθεση την ανδρική άποψη ...ανατρέποντας τα αρσενικά στερεότυπα και δημιουργώντας τον χώρο στον οποίο η δυνατή, ανεξάρτητη γυναίκα μπορεί να έχει, και -καμιά φορά- να διατηρεί, το επάνω χέρι”. Για τους ήρωες του Willeford είπαν ότι “παρότι οι πρωταγωνιστές του δεν είναι στο έπακρο ψυχωτικοί, κατά έναν τρόπο ενοχλούν περισσότερο, αφού μοιάζουν φυσιολογικοί” και ότι “έχουν επιτυχώς συντονιστεί με τη μεταπολεμική Αμερικανική κοινωνία, γεγονός το οποίο, δεδομένης της ψυχωτικής τους φύσης, λειτουργεί σαν καταδικαστική ετυμηγορία απέναντι στην κυρίαρχη κουλτούρα”. Όπως επίσης και ότι “ο Willeford εστίασε στον εγκληματία περισσότερο από ότι στον ντετέκτιβ, αλλά και στα στοιχεία τού (αστυνομικού) είδους που φαίνονται περισσότερο γκροτέσκα, ή αποτρόπαια, ή μυστηριώδη, οριοθετώντας νέα όρια, μεταλλάσσοντας το hardboiled σε ένα ψυχοπαθολογικό δράμα”. Όσον αφορά τη μείξη χιούμορ και βίας, χαρακτηριστική στον Willeford, να σημειωθεί ότι υπήρξε πηγή έμπνευσης για τον Quentin Tarantino, που, αναφερόμενος στο “Pulpfiction”, είπε «Δεν είναι noir. Δεν κάνω neo-noir. Βλέπω το “Pulpfiction” πιο κοντά στο σύγχρονο crimefiction, πιο κοντά στον CharlesWilleford» (μην με ρωτήσετε πώς παντρεύεται αυτή η δήλωση με την άποψη των “ακαδημαϊκών” που αναγορεύουν τον Willeford σε εκπρόσωπο του neo-noir…). Κατά τη σύζυγό του, ο Willeford πίστευε σε κάτι που «θα μπορούσε να χρησιμεύσει και στους επίδοξους συγγραφείς»: “Απλά, να λέτε την αλήθεια, και θα σας κατηγορήσουν ότι κάνετε μαύρο χιούμορ”.

Το  “Miamiblues”, πρώτο βιβλίο τής “τετραλογίας τού Χοκ Μόσλεϋ”, διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά που ανέδειξαν τον Willeford, σε σχολή:

Ο μύθος, στιβαρά ενδιαφέρων: Ο Φρέντρικ (Φρέντι) Τζ. Φρέγκερ, “Τζούνιορ”, για τους “κολλητούς” -ένας τύπος απεικόνιση της σχιζοφρένειας με κλεπτομανείς προεκτάσεις, που στα 28 του έχει εκτίσει περίπου τα μισά του χρόνια σε αναμορφωτήρια και φυλακές και με θητεία στο Σαν Κουέντιν, όπου “... περίπου τα δύο τρίτα των κρατουμένων ήταν χαρακτηρισμένοι ως ψυχοπαθητικές προσωπικότητες...” (σελ. 31)- θα προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Μαϊάμι, “καθαρός” και έτοιμος για νέες εμπειρίες.  “Καθαρός”, όχι χωρίς κόστος. Ο Φρέντι είχε αρνηθεί την αναστολή, μετά την έκτιση της μισής ποινής του, επειδή “... ήξερε ότι θα διέπραττε κι άλλο έγκλημα αμέσως μόλις θ’ αποφυλακιζόταν και, αν ήταν ελεύθερος με αναστολή όταν θα τον έπιαναν, θα επέστρεφε στη φυλακή έχοντάς την παραβιάσει. Η παραβίαση της αναστολής θα σήμαινε άλλα οκτώ ή και δέκα χρόνια...(σελ. 27).

Ο Φρέντι θα εγκαταλείψει το αεροδρόμιο με μία κλεμμένη βαλίτσα. Και αφήνοντας πίσω του το σπασμένο δάκτυλο ενός «Χάρε Κρίσνα» που είχε την ατυχή έμπνευση να καρφιτσώσει ένα γλειφιτζούρι στο άψογο δερμάτινο σακάκι του Φρέντι·  αγορασμένο με την κλεμμένη κάρτα κάποιου ατυχούς, στο Σαν Φρανσίσκο. Το ακόμα ατυχέστερο ήταν ότι ο «Χάρε Κρίσνα» θα αποδημήσει, σαν αποτέλεσμα του σοκ-πόνου.

Για να εμφανιστεί στην εικόνα ο Χοκ Μόσλεϋ, υπαστυνόμος τού τμήματος Ανθρωποκτονιών, στην Αστυνομία τής πόλης τού Μαϊάμι. Ο Μόσλεϋ είναι στους αντίποδες του Φίλιπ Μάρλoου, του σχετικά καθώς πρέπει -εμφανισιακά- τουλάχιστον, ήρωα του αγγλοθρεμμένου Raymond Chandler. Αναγκασμένος να ζει με τον μισό του μισθό -ο άλλος μισός να αντιπροσωπεύει το μηνιαίο κόστος τού διαζυγίου του- ο Μόσλεϋ θα ζει σαν γουρούνι. Τουλάχιστον αυτή ήταν η εντύπωση του Φρέντι, όταν “επισκέφτηκε” τον υπαστυνόμο, στο δωμάτιό του: “Το δωμάτιο ήταν άθλιο. Να ένα γουρούνι, σκέφτηκε ο Φρέντι, που ζει πραγματικά σαν γουρούνι. Αλουμινόχαρτο κάλυπτε τη συρόμενη τζαμόπορτα που έβγαζε στο μικροσκοπικό μπαλκόνι. Το αλουμινόχαρτο είχε τοποθετηθεί για να κρατά τα απογεύματα τη ζέστη έξω από το δωμάτιο, αλλά δεν βοηθούσε και πολύ. Η μπεζ μοκέτα ήταν γεμάτη λεκέδες από καφέ και φαγητά. Τα σεντόνια στο ημίδιπλο κρεβάτι ήταν λερωμένα και μια στοίβα άπλυτα ρούχα ήταν αφημένα στη γωνία, δίπλα σ’ ένα ξέχειλο καλάθι αχρήστων(σελ. 149). Όχι απρόσμενη εικόνα για ένα δωρεάν δωμάτιο στο Ελντοράντο “...ένα παρακμιακό αρ ντεκό ξενοδοχείο, που βρισκόταν μόνιμα στο χείλος τής καταδίκης σε θάνατο”, όπου ο Μόσλεϋ “εκτελούσε χρέη άμισθου φρουρού ασφαλείας τις ώρες που ήταν εκτός υπηρεσίας(σελ. 140-141). Όσο για τη “στραπατσαρισμένη Λε Μαν του Χοκ, μοντέλο του ’74” θα πρέπει να ήταν καθ’ ομοίωση του εσωτερικού της: “Καλύτερα να καθίσουμε όλοι μπροστά. Κάποιος έκανε εμετό στο πίσω κάθισμα χτες και δεν έχω προλάβει ακόμα να καθαρίσω(σελ. 65).

Αλλά ο Μόσλεϋ είναι πανέξυπνος· έως διορατικός. Θα οσφρανθεί το παραβατικό προφίλ τού Φρέντι, από την πρώτη τους, κιόλας, συνάντηση. Ήταν μία συνάντηση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού ο Willeford τη θέλησε σημαντική, για την ιστορία του (σελ. 62-70). Πρόκειται για τη σκηνή στην οποία αποκαλύπτεται η σχέση τής Σούζαν Ουάγκενερ -μόλις πρόσφατης κατάκτησης του Φρέντι- με το θύμα, τον ...«Χάρε Κρίσνα» των πρώτων σελίδων (επ’ αυτού, πιο κάτω), η σκηνή-διελκυστίνδα τής γάτας με το ποντίκι, ή, αλλιώς, των Μόσλεϋ-Φρέντι. Και είναι η σκηνή όπου διαγράφεται, μέσα από την αντίδραση (την μη αντίδραση, μάλλον) το προφίλ τής Σούζαν, μιας γυναίκας-κατ’ επίφαση παιδιού, αλλά και αυτό ενός απίστευτα  ψύχραιμου μυθοπλάστη Φρέντι.

Ο Μόσλεϋ θα εμπλακεί σε έναν επικίνδυνο μαίανδρο, όπου ο δολοφόνος δεν είναι μόνος του, στην ομάδα των “κακών”. Ο Μόσλεϋ και οι ...ιπτάμενες μασέλες του, εύρημα του Willeford που επιτρέπει το μοναδικό μειδίαμα στον αναγνώστη, για να παγώσει και αυτό στη διαδρομή, θα κινείται με τη σακαράκα του, ανάμεσα στο δωμάτιο-κελί του και στον μοναδικό του φίλο-συνάδελφο -κι αυτό γιατί του οφείλει τη ζωή του- σε μια πόλη που, όταν δεν βρέχει, λιώνεις από την υγρασία και τη ζέστη κι όπου οι τριάντα βαθμοί τον Οκτώβριο ακούγονται λογικοί. Ο Willeford αποπειράται κάποια ανοίγματα-οάσεις στην κατατονία που αποπνέει η γραφή του. Αλλά ακόμα και οι συνταγές τής Αμερικάνικης κουζίνας του, κατά κανόνα ειπωμένες μέσα σε ένα σκηνικό απειλής και έντασης, είναι για να υπηρετήσουν το περίπου μακάβριο.

Κι έτσι θα πάει. Ο Φρέντι θα σηκώνει στις θηριώδεις πλάτες του τη Σούζαν, σαν πιόνι σε μια θανάσιμη παρτίδα. Ή, έτσι τουλάχιστον η μόλις μετέφηβη πόρνη θα τον αφήσει να πιστεύει... Και θα αποδείξει ότι σωστά προέβλεψε ότι “… θα διέπραττε κι άλλο έγκλημα αμέσως”. Μέσα σε ελάχιστες ημέρες, αν όχι ώρες, λίγο έλειψε να καθιερωθεί στο κατά Willeford Wall of Fame των εγκληματιών τού Μαϊάμι.

Μεταξύ άλλων, και σε μία σκηνή υπέρτατης βίας, ο Φρέντι περίπου θα αποσυνθέσει τον Μόσλεϋ και τις θρυλικές μασέλες του. Όταν ο Μόσλεϋ συνέλθει, πιο σωστά, επιστρέψει από τον άλλο κόσμο, θα καταλάβει ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο ο Φρέντι τού επέτρεψε να επανακάμψει ήταν γιατί είχε σκεφτεί να τον εξουθενώσει και μέσα στους κόλπους των συναδέλφων του, με ένα ιδιοφυές κόλπο υπονόμευσης και συκοφάντησης, μέθοδο που παρέπεμπε σε κάποιον πολύ πέρα από τον χειρώνακτα ψυχοπαθή.

Κι όλα αυτά, με τη Σούζαν να παρακολουθεί παθητικά, μόνο για επιδείξει, τελικά, και ακολουθώντας τον απόλυτο χρονισμό, τα ρεφλέξ της κόμπρας που διέθετε.

Το Μαϊάμι τού Willeford, το Μαϊάμι των ετών ’80, κινείται παράλληλα με την κόλαση του Δάντη. Οι σκηνές καθημερινής βίας (σελ. 80, 115-121, 173, 259-265), η σκηνογραφία των χώρων όπου συμφύρονται ναρκομανείς, Κουβανοί απόβλητοι των φυλακών και των ψυχιατρείων που ο Κάστρο “άδειασε” στη Φλόριντα, επί Κάρτερ, το 1980,  σωματέμποροι και εξωνημένοι αστυνομικοί (σελ. 193-196), συνθέτουν ένα ζοφερό πλαίσιο-αποκλειστικό χώρο, όπου κινείται ο Μόσλεϋ, και από όπου ο σε διηνεκή απόσβεση υπαστυνόμος δεν θα διαφύγει ούτε προς στιγμή, σαν για ένα διάλειμμα από την κόλαση.

Η ένσταση που ακολουθεί δεν φιλοδοξεί, βέβαια, να σκιάσει, το βιβλίο, ή, ακόμα περισσότερο, τον συγγραφέα του. Και, μάλλον, έχει να κάνει με την άποψη που καλλιεργήθηκε, τα τελευταία χρόνια, στους κόλπους της Λέσχης Ανάγνωσης Αστυνομικής Λογοτεχνίας τού “Μεταίχμιο”.

Εξηγούμαι:

Έχουμε συναντήσει, ακόμα και στους κατ’ εξοχήν επώνυμους των συγγραφέων, το φαινόμενο όπου η συγκυρία, η σύμπτωση, ή το (σκηνοθετημένα) τυχαίο, αποτελούν το εφαλτήριο για την εξέλιξη του αστυνομικού μύθου, ή, ακόμα, και τη βάση του. Και ανάλογα με το πόσο ευαίσθητος, σχετικά με την παράμετρο αυτή, ή το πόσο απόλυτος είναι ο καθένας από εμάς έναντι της μη αποδοχής της, δεχόμαστε τον μύθο “κατά παραχώρηση”, ή και τον αρνούμαστε.

Στο “Miami blues” o Willeford διαπράττει το ολίσθημα, κατά τρόπο μάλλον χονδροειδή.

Ο «Χάρε Κρίσνα» του αεροδρομίου των πρώτων σελίδων, αποδεικνύεται αδελφός τής Σούζαν Ουάγκενερ, της νεαρής πόρνης, επάνω στην οποία “πέφτει” ο Φρέντι στην πόλη του Μαϊάμι, αμέσως μετά το περιστατικό του αεροδρομίου και τον θάνατο του αδελφού. Η “σύμπτωση” έχει, βέβαια, καθοριστική σημασία στην εξέλιξη του μύθου, αφού ο Μόσλεϋ θα ακολουθήσει το ίχνος τής συγγένειας, για να έρθει σε επαφή με τη Σούζαν και, μέσω αυτής, να έχει την πρώτη συνάντηση με τον Φρέντι.

Έως απαράδεκτο.

Και ο Willeford είναι, ασφαλώς, ο πρώτος που το συνειδητοποιεί. Και σπεύδει να “αποενοχοποιηθεί”, με την  -καθόλου τυχαία- παράγραφο της σελ. 265: “... Ήταν τόσο απίθανο να συναντήσεις δύο αδέλφια, έναν άντρα και μια γυναίκα, σε δύο διαφορετικά μέρη, την ίδια μέρα, σε μια άγνωστη πόλη”.

Και δεν νομίζω ότι χρειάζεται κανείς να καταφύγει στους περίφημους 20 κανόνες του S. S. Van Dine (1928), που “για χρόνια, υπήρξαν ο οδηγός του «πολιτικά ορθού» στην αστυνομική λογοτεχνία” (βλ. Προλογικό κείμενο, σελ. 15, “Το τελευταίο ταξίδι - Έντεκα νουάρ ιστορίες” - Μεταίχμιο), για να αρνηθεί την προφανώς “εύκολη” ή “διευκολυντική” λύση που αποδέχεται/ προτείνει ο Willeford.

Αλλά να αναφερθούμε και στον αντίλογο:

Στις 16 -κατά κανόνα διθυραμβικές, και ίσως όχι αδικαιολόγητα- κριτικές αναγνωστών τού βιβλίου, αλλά και στις περίπου 20 αποστροφές γνωστών συγγραφέων και εφημερίδων, για το βιβλίο,  τις αναφερόμενες στον ιστοτόπο της Amazon, κανείς και πουθενά δεν αναφέρεται στο αχίλλειο σημείο τού μύθου, τη σύμπτωση. Είναι γιατί ο Van Dine χαρακτηρίζεται, πλέον, απελπιστικά παλιομοδίτης; είναι γιατί η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, στην αξιολόγηση του αστυνομικού μύθου, είναι, σήμερα, δραστικά διαφορετική; είναι γιατί, πλέον, διαβάζουμε “γρήγορα”; Ή είναι γιατί η “σύμπτωση” συγχωρείται, σαν έλασσον σημείο σε μία νουάρ ιστορία, όπου άλλα στοιχεία έχουν το επάνω χέρι;

Είναι στον καθένα να το εκτιμήσει.

Και να το αποδεχτεί.

Ή, να εμμείνει στην παλιά ιεράρχηση.


Το απόσπασμα που ακολουθεί αντιπροσωπεύει μία από τις ευτυχέστερες “αστυνομικές” στιγμές τού βιβλίου. Το επέλεξα, μεταξύ άλλων, γιατί μπορώ να το συνοδεύσω με εικόνες (το ισότιμο απόσπασμα, από το ομώνυμο κινηματογραφικό έργο του
GeorgeArmitage-1990): www.youtube.com/watch?v=Ay5AQH_7DQs (όπου και άλλα αποσπάσματα). Η σχετική σκηνή αποκλίνει από το γράμμα του βιβλίου, αλλά δεν προδίδει τη δραματική ατμόσφαιρα της στιγμής:

Τα μαλλιά του Φρέντι ήταν βρεγμένα και οι ώμοι του γκρίζου μεταξωτού σακακιού του είχαν ήδη μουσκέψει όταν έστριψε στη γωνία της Φλάγκερ κι έφτασε μπροστά στο παράθυρο του Ανταλλακτηρίου Νομισμάτων Γούλτζμουθ. Ο Φρέντι πάτησε το ηλεκτρικό κουδούνι δίπλα στο παραθυράκι και χαμογέλασε μόλις αντίκρισε το πρόσωπο του κυρίου Γούλτζμουθ να τον κοιτάζει επιφυλακτικά πίσω από το τζάμι. Ο έμπορος νομισμάτων ήταν ένας πενηντάρης που έδειχνε αρκετά μεγαλύτερος εξαιτίας της φαλάκρας του, την οποία οριοθετούσε ένα στεφάνι από κοντοκουρεμένα άσπρα μαλλιά. Η χοντρή σαν μπάλα μύτη του και τα βαθουλωτά μάγουλα ήταν διάστικτα από παλιά σημάδια ακμής.

«Είμαι αστυνομικός», είπε ο Φρέντι στο μικρόφωνο που υπήρχε σε μια ειδική εσοχή. «Ανοίξτε το παράθυρο».

Το αλεξίσφαιρο τζάμι περιστράφηκε. Ο Φρέντι έβαλε τη νομισματοθήκη από δέρμα μοσχαριού στο συρταράκι και άφησε πάνω της το σήμα του και την αστυνομική ταυτότητα μέσα στην πλαστική θήκη της. Το παράθυρο περιστράφηκε ξανά και το πρόσωπο του Γούλτζμουθ εξαφανίστηκε.  

Υπήρχαν πολύ περισσότεροι άνθρωποι που ψώνιζαν στη Φλάγκερ απ’ όσους περίμενε να δει ο Φρέντι μια τέτοια άθλια, βροχερή μέρα, αλλά στην πλειονότητά τους, υπέθεσε, πρέπει να ήταν συνηθισμένοι στη βροχή. Παρά τη βροχή, έκανε ζέστη και το πεζοδρόμιο άχνιζε σε διάφορα σημεία. Ο Φρέντι κοίταξε το φωτεινό ηλεκτρονικό ρολόι στη στέγη μιας τράπεζας, περίπου ένα τετράγωνο πιο κάτω. Ήταν 10.04’. Η ώρα και η θερμοκρασία εναλλάσσονταν στο φωτεινό καντράν, ακολουθούμενες από ένα σλόγκαν που το σχημάτιζαν πράσινες φωτεινές κουκκίδες πάνω σε κυλιόμενο φόντο:

 Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΕΙΡΑ
ΕΙΝΑΙ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΙΡΑ

Το σλόγκαν προβλημάτισε τον Φρέντι. Τι ήταν αυτός ο ΙΡΑ; Άκουσε το παράθυρο να περιστρέφεται. Η ταυτότητα και το σήμα ήταν επάνω στο συρτάρι, αλλά όχι η νομισματοθήκη. Το πρόσωπο του Γούλτζμουθ φάνηκε πάλι πίσω από το τζάμι. «Για τι είδους δουλειά μιλάμε υπαστυνόμε;»

«Της αστυνομίας» είπε ο Φρέντι. «Προσπαθώ να βρω μια άκρη μ’ αυτά τα κλεμμένα νομίσματα κι έχω και μερικά άλλα πράγματα να σας ρωτήσω. Ανοίξτε την πόρτα». Ο Φρέντι πήρε το σήμα του από το συρταράκι.

 Το πρόσωπο του Γούλτζμουθ εξαφανίστηκε. Ακούστηκε ένας βόμβος στην κλειδαριά της πόρτας. Ο Φρέντι έστριψε το πόμολο καθώς η κλειδαριά άνοιγε. Ο βόμβος σταμάτησε μόλις μπήκε μέσα.

«Κλείστε την πόρτα!» του φώναξε ο Γούλτζμουθ από το βάθος του μαγαζιού.

Ο Φρέντι έκλεισε την πόρτα με τον γοφό του. Ο Γούλτζμουθ είχε ανοίξει τη νομισματοθήκη πάνω σ’ έναν πάγκο, στο βάθος του στενόμακρου δωματίου.

«Είπατε ότι τα νομίσματα αυτά είναι κλεμμένα;»  

«Ναι. Τα πήρα από την αίθουσα φύλαξης πειστηρίων. Τα μαζέψαμε ύστερα από μία έφοδο σε κλεπταποδόχο και πιστεύουμε ότι αν εντοπίσουμε τον ιδιοκτήτη τους, θα μπορέσουμε να βρούμε περισσότερα στοιχεία και για τους κακοποιούς. Έχει κάποια αξία αυτή η συλλογή ή όχι;»

Ο Γούλτζμουθ ανασήκωσε τους ώμους του. «Εδώ μιλάμε για την πραγματική αξία, υπαστυνόμε. Εγώ μόνο βάσει αυτής συναλλάσσομαι. Η συλλογή αξίζει ό,τι είναι διατεθειμένος να πληρώσει κανείς γι’ αυτή και, προφανώς, το ποσό αυτό είναι μεγαλύτερο από την ονομαστική της αξία. Δεν πρόκειται, σε καμία περίπτωση, για σπάνια συλλογή, αλλά με μία πρόχειρη εκτίμηση θα έλεγα ότι όλα τα νομίσματα είναι σε άριστη κατάσταση».

«Την έχετε ξαναδεί ποτέ;»

«Ως συλλογή όχι, αλλά έχω δει πολλές σαν κι αυτή. Τι έπαθε το μάτι σας, υπαστυνόμε;»

«Αυτοκινητικό ατύχημα».

«Θα πρέπει να μηνύσετε τον γιατρό που σας έραψε το φρύδι. Θα βγάλετε μια περιουσία».

«Μου είπε πως δεν θα φαίνεται τίποτε μόλις θρέψει».

«Σας είπε ψέματα. Τέλος πάντων, ούτε η νομισματοθήκη είναι από τις δικές μου».

Ο Φρέντι έκλεισε το καπάκι της κασετίνας και κατέβασε τις δύο κλάπες που την κλείδωναν. «Θα δοκιμάσω και σε άλλον έμπορο. Μπορείτε να μου δείξετε μια από τις δικές σας κασετίνες; Θα ήθελα να δω πόσο διαφέρουν απ’ αυτή εδώ».

«Δεν έχω καμία πρόχειρη αυτήν τη στιγμή».

«Ούτε στο χρηματοκιβώτιό σας;»

«Καμία για ασημένια δολάρια»

«Ποιος άλλος πουλάει δερμάτινες κασετίνες σαν κι αυτή;»

«Βαδίζετε σε λάθος δρόμο, υπαστυνόμε. Όλα τα περιοδικά για συλλέκτες νομισμάτων διαφημίζουν κασετίνες. Μπορεί κανείς να παραγγείλει με το ταχυδρομείο κάθε είδους θήκη, από φτηνές πάνινες μέχρι χειροποίητες από δέρμα στρουθοκαμήλου, ειδική παραγγελία με ανάγλυφα σε χρυσό τα αρχικά τού ονόματός του».

«Κατάλαβα».

«Πώς κι ενδιαφέρεται τόσο πολύ ένας ντετέκτιβ των Ανθρωποκτονιών να εντοπίσει κλεμμένα αντικείμενα; Έχει σχέση με κάποιο φόνο αυτή η συλλογή;»

«Αυτό είναι απόρρητο, κύριε Γούλτζμουθ. Θα ήθελα να ελέγξω το μαγαζί σας για λόγους ασφαλείας. Είχαμε μία πληροφορία, βλέπετε, και σκεφτόμαστε να στείλουμε κάποιον να σας προσέχει εδώ μέσα. Κάποιος -δεν ξέρουμε ποιος- χτυπάει εμπόρους κοσμημάτων».

«Εμένα μου λέτε! Ξέρετε πόσες φορές μ’ έχουν ληστέψει; Πριν εγκαταστήσω αυτό το παράθυρο, με είχαν χτυπήσει τρεις φορές σ’ έναν μήνα. Τώρα όμως δεν χρειάζομαι κανέναν να με φυλάει».

«Πώς κι έτσι;» Ο Φρέντι χαμογέλασε κι έβαλε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του να πιάσει το πιστόλι. Τα δάχτυλά του τυλίχτηκαν γύρω από τη λαβή.

«Έχω τον Πέδρο». Ο κύριος Γούλτζμουθ γύρισε το κεφάλι του. «Πέδρο!»

Η πόρτα στο βάθος άνοιξε με πάταγο. Ένας κοντός μελαχρινός άντρας με τεράστιους ώμους βγήκε από το άνοιγμα. Το δίκαννο αυτόματο όπλο του σημάδευε το στήθος του Φρέντι. Το σκουρόχρωμο, σκοτεινό πρόσωπό του ήταν εντελώς ανέκφραστο.

«Σας παρακολουθούσε όλη αυτή την ώρα από το ματάκι της πόρτας». Ο Γούλτζμουθ γέλασε. «Εντάξει, Πέδρο. Ο κύριος είναι ντετέκτιβ, ο υπαστυνόμος Μόσλι».

Ο Πέδρο κατέβασε το αυτόματο κι έκανε να στραφεί προς την πίσω πόρτα. Τότε ο Φρέντι τράβηξε το πιστόλι και τον πυροβόλησε στην πλάτη. Ο Πέδρο έπεσε μπρούμυτα πάνω στο άνοιγμα στο άνοιγμα της πόρτας που έβγαζε στην αποθήκη του μαγαζιού. Το αυτόματο αναπήδησε με θόρυβο πάνω στο κεραμικό δάπεδο αλλά δεν εκπυρσοκρότησε. Κι ενώ ο Φρέντι κοιτούσε ακόμη τον πεσμένο στο πάτωμα Πέδρο, προσπαθώντας να αποφασίσει αν θα του έριχνε άλλη μία ή όχι, ο Γούλτζμουθ, με μια αστραπιαία κίνηση τράβηξε κάτω από τον πάγκο μια μασέτα. Διαγράφοντας ένα μεγάλο ημικύκλιο στον αέρα, κατέβασε το μαχαίρι πάνω στο αριστερό χέρι του Φρέντι που ήταν ακουμπισμένο στην κασετίνα με τα νομίσματα. Το μικρό δάχτυλο του Φρέντι, ο παράμεσος και  ο μεσαίο αποκόπηκαν από το υπόλοιπο χέρι στο ύψος της δεύτερης άρθρωσης. Το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό, ώστε η λάμα του μαχαιριού μπήχτηκε στη δερμάτινη κασετίνα. Ο Φρέντι πυροβόλησε τον Γούλτζμουθ στο πρόσωπο. Η σφαίρα άνοιξε μια ολοστρόγγυλη τρύπα ακριβώς κάτω από τη μύτη του εμπόρου. Ο  Γούλτζμουθ έπεσε προς τα πίσω αφήνοντας έναν ήχο σαν κακάρισμα και ξεψύχησε προτού καν η φαλάκρα του να σκάσει στο πάτωμα.

Για μερικά λεπτά, ο Φρέντι έμεινε να κοιτάζει, χωρίς να καταλαβαίνει, τα γυμνά ματωμένα κόκαλα του αριστερού χεριού του. Το χέρι του μούδιασε εντελώς αρχικά κι ύστερα ένιωσε ένα τίναγμα που ανέβηκε σαν ηλεκτρική εκκένωση από την παλάμη ως πίσω τον αγκώνα του. Τα ακρωτηριασμένα του δάχτυλα αιμορραγούσαν, αλλά όχι τόσο πολύ όσο θα περίμενε κανείς. Ο Φρέντι τύλιξε με το μαντήλι του τα κομμένα δάχτυλα, σήκωσε το κινητό τμήμα της φορμάικας, στηρίζοντάς το στους μεντεσέδες του και πέρασε από το άνοιγμα στην πίσω πλευρά του πάγκου. Άνοιξε το συρτάρι με τα λεφτά δίπλα στην ταμειακή μηχανή. Υπήρχαν αρκετά χαρτονομίσματα διαφορετικής αξίας καθώς και πολλά κέρματα σε ξεχωριστά συρταράκια. Ο Φρέντι έριξε το πιστόλι στην τσέπη του σακακιού του και μάζεψε τις στοίβες από δεκαδόλαρα και εικοσαδόλαρα. Αναποδογύρισε το πτώμα του Γούλτζμουθ με το γερό του χέρι κι έβγαλε το πορτοφόλι από την πίσω τσέπη του παντελονιού του εμπόρου. Έχωσε το πορτοφόλι και τα χαρτονομίσματα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και κατευθύνθηκε προς την εξωτερική πόρτα.

Δεν μπορούσε να την ανοίξει. Ξαναγύρισε στο ταμείο και σφήνωσε έναν συνδετήρα στο κουμπί που την άνοιγε για να μπορέσει να βγει. Έκλεισε τη βαριά πόρτα πίσω του, αλλά ο βόμβος της κλειδαριάς συνέχισε να ακούγεται. Τώρα θα μπορούσε να μπει στο μαγαζί οποιοσδήποτε και ο πρώτο που θα έμπαινε θα ανακάλυπτε τα πτώματα. Αλλά και πάλι αυτός είχε άφθονο χρόνο. Έχωσε το πληγωμένο χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του κι άρχισε να περπατάει κάτω από τη βροχή προς τη γωνία παλεύοντας να καταπνίξει την παρόρμησή του ν’ αρχίσει να τρέχει.(σελ. 259-265).                

  Αθήνα, Νοέμβριος 2011

Print