ΤΙΤΙΝΑ ΔΑΝΕΛΛΗ (1943-2021): IN MEMORIAM [3]

Written on . Posted in Τα νέα μας

Στις δύο προηγούμενες αναρτήσεις (εδώ και εδώ), μέλη της ΕΛΣΑΛ έγραψαν σύντομα κείμενα αφιερωμένα στην Τιτίνα.

Σε αυτήν την τελευταία αφιερωματική ανάρτηση, δίνουμε τον λόγο στην ίδια…

 

Η Τιτίνα Δανέλλη μέσα από τη «φωνή» της

 «Δεν είναι καθόλου εύκολο να γράψεις μια καλή αστυνομική ιστορία»

[Αποσπάσματα από την τελευταία συνέντευξή της (στον Γιάννη Ράγκο) -
The Crimes and Letters Magazine (CLM), τχ. 1, Δεκέμβριος 2016, σσ. 48-53]

Πώς άρχισε να γράφει: […] Δεν αποφάσισα να γίνω συγγραφέας. Άλλωστε, δεν θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα. Γράφω ιστορίες. Δεν υπάρχει το «γιατί γράφω ιστορίες», όπως δεν υπάρχει το «γιατί ερωτευόμαστε». Κάποια στιγμή, έγραψα μία ιστορία που μου άρεσε και την έδωσα να τη δει ένας εκδότης να μου πει μια γνώμη. Και, τελικά, την εξέδωσε.  

Γιατί στράφηκε στην αστυνομική λογοτεχνία: […] Κατ’ αρχάς, δεν ξεχωρίζω το αστυνομικό ως διαφορετικό λογοτεχνικό είδος. Για μένα, το αστυνομικό είναι όπως όλα τα άλλα λογοτεχνήματα. Απλώς έτυχε αυτή η ιστορία να μου βγει έτσι. Για να πω την αλήθεια, στην αρχή νόμιζα ότι είναι πολύ πιο εύκολο να γράψεις ένα αστυνομικό. Με αφορμή κάποιο φόνο, μια πλοκή, μια έρευνα, μπορείς να αφηγηθείς μία ιστορία. Τελικά, διαπίστωσα ότι δεν είναι καθόλου εύκολο, διότι έχει και ορισμένους «ειδικότερους» κανόνες.
Για μένα, η αστυνομική πλοκή είναι μία αφορμή. Άλλωστε, νομίζω ότι το είδος, τη μορφή, τη φόρμα, τη δομή που θα πάρει μία ιστορία δεν την επιλέγεις εσύ. Σε επιλέγει αυτή. Το περιεχόμενο καθορίζει τη φόρμα. Με άλλα λόγια, αυτό που έχω να πω, πάει «αυθόρμητα» στη φόρμα που νομίζω ότι ταιριάζει. Γίνεται ασυνείδητα.
Την περίοδο που κυκλοφόρησε αυτό το μυθιστόρημα, στο κλίμα της μεταπολίτευσης, τα περισσότερα βιβλία ήταν πολιτικά. Κάποιος θυμόταν το ένα, άλλος κάτι παραπλήσιο, πάντως όλα τα βιβλία ήταν ίδια. Αντάρτες, Εμφύλιος, Αριστερά, χούντα, βασανιστές κ.λπ. Αναμφισβήτητα έπρεπε να καταγραφούν όλα αυτά. Όμως εγώ είχα ανάγκη, όχι βέβαια να ξεχάσω, αλλά να ξεχαστώ για λίγο. Κι επειδή η αστυνομική λογοτεχνία μου άρεσε, έγραψα με τον Μάνο (Κοντολέοντα) ένα τέτοιο μυθιστόρημα («Ένα και ένα κάνουν όσα θες», Καστανιώτης 1981). […]

Ποιοι συγγραφείς την επηρέασαν: […] Φυσικά, ο Ντοστογιέφσκι, ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ, ο Καμύ. Από τους αστυνομικούς συγγραφείς, για μένα γίγαντας, κορυφαίος, είναι ο Σιμενόν. Κυρίως τα romans durs που έγραψε και όχι τόσο τα μυθιστορήματά του με τον Μαιγκρέ.  Ο Γκράχαμ Γκρην αγγίζει την καρδιά και το μυαλό μου, ενώ ο Τζον Λε Καρέ διεγείρει τη σκέψη μου. Ως συγγραφέα, όμως, νομίζω πως περισσότερο απ’ όλους με έχει επηρεάσει ο Γκρην. Τον Μαρή, που τον θεωρώ πάρα πολύ καλό συγγραφέα, άρχισα να τον διαβάζω μεγάλη. Επομένως, δεν είμαι λογοτεχνικό «παιδί» του.
Ωστόσο, έχω την εντύπωση πως οτιδήποτε διαβάζεις σε επηρεάζει. Ειδικά, όταν διαβάζεις προσεκτικά! Οι συγγραφείς τους οποίους αγαπάμε ή μας αρέσουν ή μας συγκλονίζουν ακόμα, δεν μας διδάσκουν κάτι, μας ανοίγουν ένα παράθυρο για να δούμε άλλους ορίζοντες. Αλλά, δεν επιβάλουν τη γραφή τους, μακάρι να μπορούσαν… Επομένως, δεν μιμείσαι κανέναν, απλώς επηρεάζεται ο τρόπος σκέψης σου. 

Ποια στοιχεία συνθέτουν μια καλή «αστυνομική» ιστορία: Ό,τι ισχύει για όλες τις ιστορίες, αστυνομικές ή όχι. Εγώ ξεκινώ με τους χαρακτήρες. Ο χαρακτήρας «βγαίνει» παρατηρώντας τους ανθρώπους: μία κίνηση, ένα βλέμμα, η έκφραση, το βάδισμα, το ηχόχρωμα της φωνής. Και κάποια στιγμή, αυτοί οι άνθρωποι αναδύονται στην επιφάνεια. Αυτό σημαίνει ότι οι χαρακτήρες πρέπει  να είναι ζωντανοί και συνεπείς με τον εαυτό τους, έστω και αν είναι αντιφατικοί. Η πλοκή, κατά τη γνώμη μου, έπεται. Ο Ηράκλειτος έλεγε ότι η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του· «ήθος ανθρώπω δαίμων». Ο χαρακτήρας κατευθύνει την πλοκή. Αλλά, εκτός από αυτό, μια αστυνομική ιστορία θα πρέπει να έχει οικονομία λόγου, υψηλή λογοτεχνικότητα, χωρίς ρεαλιστικές ερωτικές σκηνές, που βλέπουμε τελευταία σε πολλά μυθιστορήματα και που τις περισσότερες φορές είναι ξεκάρφωτες. Επίσης, είναι σημαντικό να μην κάνει κανείς πραγματολογικά λάθη.
Το κυριότερο, όμως, είναι εν τέλει το κείμενο να προσφέρει στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση. Πιστεύω ότι ένα βιβλίο είναι καλό όσο το κρατάς στα χέρια σου και δεν το αφήνεις, πολύ καλό όταν αφού το έχεις τελειώσει εξακολουθείς να το σκέφτεσαι και εξαιρετικό όταν λες: «Θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ».


Με την Αθηνά Κακούρη. 
(από το προσωπικό αρχείο της Τ. Δανέλλη)

Υπάρχει «αντρικός» και «γυναικείος» τρόπος αφήγησης των «αστυνομικών» ιστοριών; […] Ο Νταλγκλίς της P. D. James, για παράδειγμα, είναι «αληθινός», δε μοιάζει να έχει γραφτεί από γυναίκα. Η Άγκαθα Κρίστι μάς παρουσιάζει τον Πουαρώ ως καρικατούρα, ενώ όταν  γράφει για την Μις Μάρπλ, είναι πολύ αληθινή. Άρα, δε μπορώ να είμαι σίγουρη ότι υπάρχει ένας κανόνας.

Αστυνομική λογοτεχνία: πολιτικό και κοινωνικό μυθιστόρημα ή ένας νοητικός γρίφος; Νομίζω πως ένας άνθρωπος, με τις ευαίσθητες κεραίες του καλλιτέχνη, δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος από τα κοινωνικά προβλήματα και τον εφιάλτη των ημερών μας. Τόσα συμβαίνουν: παγκοσμιοποίηση, θύματα τοπικών πολέμων, υγρό νεκροταφείο το Αιγαίο, πείνα, άστεγοι, άνθρωποι που τρώνε από τα σκουπίδια. Είναι δυνατόν εμείς να μένουμε αμέτοχοι και να μην τα σχολιάζουμε;
Η ανθρώπινη ύπαρξη ή οι ανθρώπινες σχέσεις μεταβάλλονται σε σχέση με τον ιστορικό περίγυρο. Ο Μαρξ έλεγε πως ό,τι έμαθε για τη Γαλλία δεν το έμαθε από την Ιστορία, αλλά από τον Μπαλζάκ. Ο Καραγάτσης, ας πούμε, που ήταν δεξιός αλλά «αιρετικός», μας παρουσιάζει μέσα από τους ήρωές του τη ζωή τότε. Δεν μπορείς να γράφεις μόνο για μπάτλερ και γιατρούς. Θα γράψεις και γι’ αυτούς, κάποια στιγμή που θέλεις να διασκεδάσεις και να «ξεφύγεις». Όμως, έτσι κι αλλιώς, ακόμα και όταν μένεις αμέτοχος, δηλώνεις κάτι.   

Το παρόν και μέλλον της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας: Έχω την εντύπωση πως κάτι γίνεται στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή ζούμε σε μία προϊστορική περίοδο που ετοιμάζεται να γίνει ιστορία. ‘Η, καλύτερα, σε μία… «προεπαναστατική» εποχή. Κάποια «επανάσταση» ετοιμάζεται στο ελληνικό αστυνομικό. Υπάρχουν κακοί συγγραφείς, αλλά υπάρχουν και πολλοί καλοί και μάλιστα θεωρώ τους δικούς μας πολύ καλύτερους από μερικούς ξένους. Υπάρχει μιμητισμός, πολλοί νομίζουν ότι θα κάνουν την επιτυχία του Μάρκαρη ή πλανώνται πλάνη μεγάλη πιστεύοντας ότι το είδος αυτό είναι «εύκολο». Όμως υπάρχει και ταλέντο. Αυτά τα ξεκαθαρίζει η ίδια η ζωή. Αλλά, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως δεν αρκούν οι καλοί συγγραφείς. Χρειάζονται και επαρκείς αναγνώστες.
Σε κάθε περίπτωση, έχω πάντα στο μυαλό μου οι μεγαλύτεροι να βοηθούν τους νεότερους, τουλάχιστον τους ταλαντούχους, καθοδηγώντας τους διακριτικά και δίνοντάς τους κουράγιο.  Σε αυτό, πολύ μεγάλο ρόλο έχει παίξει η δημιουργία της ΕΛΣΑΛ. Για μένα, η μεγαλύτερη επιτυχία της είναι η αλληλεγγύη που υπάρχει μεταξύ των μελών της και το γεγονός πως οι παλαιότεροι, η Κακούρη, ο Φιλίππου, ο Λάδης, ο Αποστολίδης κ.ά., βοηθούν τους νεότερους, ώστε να υπάρχει η αναγκαία «όσμωση» μεταξύ των συγγραφικών γενεών.

Η φράση που θα χαρακτήριζε το σύνολο του συγγραφικού έργου της: […] Επειδή το θέμα που με ενδιέφερε πάντα ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες καθορίζονται από τους χαρακτήρες, την κοινωνία, την πολιτική, την οικονομία, απ’ όλα, θυμάμαι πάντα τη φράση του Γκράχαμ Γκρην: «Στις ανθρώπινες σχέσεις, η καλοσύνη και τα ψέματα αξίζουν όσο χίλιες αλήθειες». Και αν πρόσθετα κάτι, θα ήταν αυτό που λέει ο Καλιγούλας του Καμύ: «Ήθελα το φεγγάρι». Δηλαδή, να επιδιώκω το αδύνατο.

*****


Με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη.
(από το προσωπικό αρχείο της Τ. Δανέλλη)

«Δεν κυνηγώ την ιδέα, περιμένω να έρθει»

[Κείμενο της Τ. Δανέλλη σε αφιέρωμα για τις γυναίκες στην αστυνομική λογοτεχνία -
περιοδικό πολάρ, τχ. 4, Αύγουστος 2019, σ. 51]

Από μικρή, παιδί σχεδόν, πήγαινα  με τους γονείς μου στον κινηματογράφο, ιδίως στα θερινά που  με  άφηναν να μπω και στα ακατάλληλα.  Δεν υπήρχε ταινία της Αρθουρ Ράνκ που να μην την έχουμε δει περισσότερο από μία φορά. Αστυνομικές και κατασκοπείας. Αγγλικές αλλά και αμερικάνικες. Το τι καταλάβαινα, βέβαια, είναι ένα άλλο θέμα. Ίσως τίποτε, ίσως απλώς να με εντυπωσίαζαν οι ηθοποιοί και η ατμόσφαιρα. Δε θυμάμαι. Θυμάμαι, όμως, τα σχόλια των γονιών μου μετά την προβολή. Του πατέρα μου απλώς ή του άρεσε πολύ ή λιγότερο. Η μητέρα μου, από την άλλη, με το  που άναβαν τα φώτα άρχιζε την ανάλυση. Είχε δώσει σημασία σε λεπτομέρειες: μια κίνηση, ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, κάτι τέλος πάντων, που είχε προδώσει τα σχέδια του «κακού». Λεπτομέρειες που ο πατέρας μου δεν τις είχε προσέξει. Σιγά- σιγά μεγαλώνοντας, όταν άρχισα να πηγαίνω με  την παρέα μου στον κινηματογράφο, διαπίστωνα ότι οι γυναίκες είναι συνήθως πιο αναλυτικές και  παρατηρούν τα πάντα. Το ίδιο και οι γυναίκες συγγραφείς.

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει διαφορά στη γραφή, όλοι και όλες είμαστε ανθρώπινα πλάσματα. Αγαπάμε, μισούμε, βάζουμε τα χρήματα πάνω απ' όλα ή ζηλεύουμε θανάσιμα. Εκεί που συνήθως διαφέρουμε οι γυναίκες αστυνομικοί συγγραφείς είναι στην εκτέλεση. Νομίζω, χωρίς πάντως να είμαι σίγουρη, ότι προσπαθούμε να είμαστε πιο αληθοφανείς, δηλαδή δεν ανοίγουμε σφραγισμένες πόρτες με τον ώμο μας και οι φόνοι μας είναι σχεδόν αναίμακτοι. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι γνωρίζουμε ότι εμείς θα σφουγγαρίσουμε στο τέλος. Οι Σκανδιναβοί, πάλι, γυναίκες και άνδρες βουτάνε τις σελίδες τους σε λίμνες αίματος, ίσως γιατί εκεί πάνω τα ανδρόγυνα μοιράζονται τις δουλείες του σπιτιού!

Έχοντας λοιπόν διαβάσει τόνους βιβλίων και έχοντας δει αμέτρητες ταινίες μοιραίο  ήταν  κάποια στιγμή  να αρχίσω  να γράφω. Στη σχετική ερώτηση: «τι θα γίνω όταν μεγαλώσω»,  δεν είπα, ούτε σκέφτηκα ποτέ: «Συγγραφέας». Η συγγραφή ήρθε αθόρυβα και φυσιολογικά, όπως οι πρώτες διακριτικές ψιχάλες πάνω στο τζάμι. Έτσι χύθηκε πάνω στη λευκή κόλλα η πρώτη παράγραφος. Έπειτα έπιασε  η βροχή.

Δε μπορώ να κατατάξω εύκολα τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα μου σε είδος, ίσως να μην είναι και αμιγώς αστυνομικά. Εκείνο που με απασχολεί –πάντα με απασχολούσε– είναι η ταυτότητα, οι ανθρώπινες σχέσεις και οι αιτίες που οδηγούν έναν φυσιολογικό -μέχρι εκείνη της στιγμή- άνθρωπο στην ακραία αυτή πράξη, με άλλα λόγια με ενδιαφέρει περισσότερο ο θύτης παρά το θύμα. Γι' αυτό και δεν κυνηγώ την ιδέα, περιμένω να έρθει μόνη της.

Τη στιγμή που γράφεις, αυτό συμβαίνει τουλάχιστον σε μένα, προσπαθώ να καταλάβω το ακατανόητο. Οι κατά συρροή δολοφόνοι δεν είναι μέσα στο οπτικό μου πεδίο και ουδέποτε τόλμησα να διαβάσω ή να γράψω γι' αυτούς. Κάτι που έμαθα στα τόσα χρόνια ενασχόλησης μου με την ανάγνωση και τη συγγραφή είναι να είμαι υπεύθυνη σ' αυτό που κάνω, να παίρνω στα σοβαρά τον αναγνώστη, αλλά όχι τον εαυτό μου.

*****


(από το προσωπικό αρχείο της Τ. Δανέλλη)

«Αστυνομικό και κατασκοπευτικό μυθιστόρημα: Σχέση έλξης και απώθησης»

[Το τελευταίο «λογοτεχνικό» κείμενο της Τ. Δανέλλη -
περιοδικό πολάρ, τχ. 6, Ιούλιος 2020, σ. 96]

Πολλές φορές έχει τεθεί το ερώτημα εάν το κατασκοπευτικό μυθιστόρημα είναι μια άλλη εκδοχή του αστυνομικού ή αν, αντιθέτως, είναι δυο διακριτά είδη. Η απάντηση, ίσως, είναι κάπου στη μέση: αυτά τα δυο πάνε δίπλα - δίπλα, δίχως να ταυτίζονται, αλλά και δίχως να αποτελούν δυο παράλληλους κόσμους. Τα χωρίζει μια λεπτή κλωστή που σε μερικές περιπτώσεις -ιδιαίτερα στα μυθιστορήματα συγγραφέων όπως ο Γκράχαμ Γκρην και ο Τζον Λε Καρέ- γίνεται αόρατη, ή, καλύτερα, μπερδεύεται και γίνεται κουβάρι.

Ας ρίξουμε μια ματιά στις διαφορές των δυο ειδών, ξεκινώντας από τη… βασική ομοιότητά τους: και στα δύο υπάρχει μυστήριο στον πυρήνα τους και η πλοκή εξελίσσεται μέσω μιας έρευνας (τουλάχιστον στις παραδοσιακές μορφές τους, αν και φυσικά υπάρχουν διάφορα υποείδη). Από εκεί και πέρα, όμως, ξεκινούν οι διαφορές.

Πρώτον, όσον αφορά την πλοκή: στο αστυνομικό η έρευνα γίνεται προς μια κατεύθυνση. Ο αστυνομικός αναζητεί τον ένοχο της εγκληματικής  πράξης. Αναζητά τα κίνητρα -για αυτό συνήθως ξεκινά από το κοντινό περιβάλλον του θύματος-,  ανακρίνει, συνδυάζει και στο τέλος λύνει το μυστήριο και αν είναι τυχερός συλλαμβάνει τον εγκληματία. Αντιθέτως, στο κατασκοπευτικό, ο κεντρικός ήρωας, αλλά και ο ανταγωνιστής του, υποδύονται ταυτόχρονα και τους δύο ρόλους. Κυνηγούν και κυνηγιούνται. Προσπαθούν να αποκαλύψουν και την ίδια ώρα να κρυφτούν Ακόμα, έχουν ένα επιπλέον πρόβλημα που πρέπει να λύσουν, ακόμα κι αν κατορθώσουν να πάρουν τις πληροφορίες που χρειάζονται: να διαφύγουν και να μεταβιβάσουν έγκαιρα τις πληροφορίες που συνέλλεξαν. Ο αστυνόμος δεν έχει τέτοιες έγνοιες και συνήθως δεν έχει πίεση χρόνου. Το αστυνομικό μοιάζει με σταυρόλεξο. Ο ερευνητής -και μαζί του ο αναγνώστης- απαντούν σιγά σιγά τις ερωτήσεις, ώστε η ακροστιχίδα να σχηματίσει το όνομα του ένοχου. Το κατασκοπευτικό είναι πιο περίπλοκο και πολυεπίπεδο παιχνίδι. Ο αναγνώστης παρακολουθεί μια παρτίδα  σκάκι, αγωνιώντας για την έκβαση, για το ποιος τελικά θα κάνει ρουά ματ. Στο κατασκοπευτικό ο κεντρικός ήρωας δεν είναι καν ο βασικός παίκτης, παρά μόνον ένα πιόνι. Πολλές φορές χρειάζεται να θυσιαστεί για να κερδηθεί η παρτίδα. Σε αντίθεση με το αστυνομικό, όπου ο αναγνώστης έχει τη βεβαιότητα ότι ο ήρωας θα επιβιώσει, έστω και στραπατσαρισμένος, στο κατασκοπευτικό υπάρχει αγωνία για την τύχη του κεντρικού χαρακτήρα. Με λίγα λόγια, το κατασκοπευτικό έχει πιο έντονο το στοιχείο της περιπέτειας.

Μια δεύτερη σημαντική διαφορά είναι ότι στο αστυνομικό το Καλό και το Κακό είναι ευδιάκριτα. Όσο διεφθαρμένος κι αν είναι ο ερευνητής, όσο συμπαθής κι αν είναι ο παραβάτης, υπάρχει πάντα μια ηθική διαχωριστική γραμμή, υπάρχει πάντα η δικαιοσύνη που πρέπει να αποδοθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Στο κατασκοπευτικό μυθιστόρημα, αντιθέτως, η πλοκή διαδραματίζεται στη γκρίζα ζώνη μεταξύ του Καλού και του Κακού. Ο διώκτης και ο διωκόμενος μεταχειρίζονται ακριβώς τα ίδια μέσα κι έχουν παρόμοιους στόχους. Πολλές φορές, μάλιστα, ο κεντρικός ήρωας δουλεύει και για τις δύο πλευρές ή δεν είναι σίγουρος για ποιον δουλεύει πραγματικά. Το ζητούμενο στο κατασκοπευτικό δεν είναι η απόδοση δικαιοσύνης, αλλά η διατήρηση ή απόκτηση εξουσίας.

*****


Στο δημοσιογραφικό γραφείο της, τη δεκαετία του 1990.
(από το προσωπικό αρχείο της Τ. Δανέλλη)

Φίλησέ με

[Το τελευταίο δημοσιευμένο διήγημα της Τ. Δανέλλη –
εφημ. «Εποχή», 29 Δεκεμβρίου 2019]

Ήταν Άνοιξη. Μια περίεργη σιωπή απλωνόταν στη μέχρι χθες φλύαρη πλατεία. Ήμουν πολύ άκεφος. Καθώς κατέβαινα την Όθωνος, ένιωσα ένα μικρό χέρι να σφίγγει το δικό μου. Παιδάκι θα είναι, σκέφτηκα. Γύρισα και κοίταξα. Μια μικρόσωμη νέα γυναίκα με σκούρα μαλλιά με τράβηξε πάνω της και μου είπε μην τρέχεις, προχώρα κανονικά σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Προχώρησα αλλά συνέβαινε, η εγγύτητα του σώματός της με έκανε να αισθανθώ ό,τι δεν είχα αισθανθεί ποτέ. Κεραυνός με χτύπησε. Μπήκαμε στα σκοτεινά στενά της Πλάκας, όταν είδαμε δύο άνδρες με γκρι κοστούμι να έρχονται προς το μέρος μας.

Με κυνηγούν, διέταξε ο μικροσκοπικός άγγελός μου. Υπάκουσα και αμέσως άπλωσα το χέρι μου να πιάσει τον ουρανό.

Έμενα στο πρώτο πάτωμα μιας ετοιμόρροπης διπλοκατοικίας κοντά στο Φανάρι του Διογένη, σχεδόν απέναντι από το Αστυνομικό Τμήμα. Της έφτιαξα καφέ και τότε πρόσεξα το πρόσωπό της. Μαύρες πεταλούδες τα μάτια της. Μου ζήτησε τσιγάρο, της έδωσα το πακέτο. Δεν είχε προλάβει να πάρει ούτε κλειδιά ούτε χρήματα, είπε. Ποιος σε ψάχνει; Οι μπασκίνες. Σε έμπλεξα άσχημα και μοιάζεις άσχετος, να προσέχεις, δεν τους ξέρεις. Αυτοί θα έρθουν εδώ, σπίτι σου. Υπάρχει άλλη σκάλα; Υπήρχε. Έβγαλα από το πορτοφόλι μου διακόσιες πενήντα δραχμές και της τις έδωσα. Θα μου τα επέστρεφε αν ήταν τυχερή. Ευχαριστώ, ψιθύρισε και χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Είχε δίκιο, επέστρεψαν, βλοσυροί και παγεροί, έψαξαν παντού. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Ποια ήταν αυτή η κοπέλα που ήταν μαζί μου. Είπα την αλήθεια. Δεν ξέρω. Ψωνιστήρι; Όπως το πάρεις. Κοίταξε το στρωμένο κρεβάτι.

Άκου νεαρέ, θα βαρεθούμε να σε βλέπουμε όπως καταλαβαίνεις…

Ήμουν ατρόμητος, ήμουν ερωτευμένος.

Το βράδυ άκουγα έναν συνεχή ανατριχιαστικό θόρυβο. Σαν κάποιοι να όργωναν την άσφαλτο.

Είναι Ιούλιος, συμπληρώθηκαν επτά χρόνια από τον Απρίλη του ’67. Γυρίζω σπίτι, βρίσκω κάτω από την πόρτα μου ένα φάκελο με τετρακόσιες δραχμές και ένα σημείωμα: Τα λέμε. Κόλλησα ένα χαρτί έξω από την πόρτα: Έχεις ρέστα, έλα να τα πάρεις.

Λίγες ώρες αργότερα άκουσα την πόρτα να χτυπάει, το ίδιο και την καρδιά μου.

Φίλησέ με, είπα.

Τιτίνα (Χριστίνα-Μαρία) Δανέλλη / Εργοβιογραφία

Τιτίνα Δανέλλη (1943-2021)

Η Τιτίνα (Χριστίνα-Μαρία) Δανέλλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943 και αποβίωσε στις 6 Ιανουαρίου 2021.

Σπούδασε ιταλική φιλολογία στην Ιταλία (Νάπολη και Ρώμη), ενώ παράλληλα με τις σπουδές της παρακολούθησε και τη σχολή διερμηνέων. Για ένα διάστημα διατηρούσε βιβλιοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας, ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τις εκδόσεις του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας», στον τομέα των δημοσίων σχέσεων.

Το 1983 άρχισε να εργάζεται ως συντάκτρια του ελεύθερου ρεπορτάζ στο περιοδικό «ΕΝΑ» (επί Παύλου Μπακογιάννη). Το 1984 ανέλαβε ως υπεύθυνη ύλης στο περιοδικό «ΚΑΙ». Την ίδια εποχή έγραφε με ψευδώνυμο το εβδομαδιαίο χρονογράφημα στην εφημερίδα «Απογευματινή». Είχε επίσης τακτική συνεργασία με τα περιοδικά «Elle» και «Playboy». Το 1985 εργάστηκε στο ελεύθερο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος». Από τον Σεπτέμβριο του 1985 και έως τη συνταξιοδότησή της εργάστηκε στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» ως χρονογράφος και συντάκτρια του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ.

Πρώτο της μυθιστόρημα ήταν «Ο επιτυχημένος» (1971) και ακολούθησε το μυθιστόρημα «Αντιπερισπασμός» (Πνευματική Πορεία 1973).

Το 1981, σε συνεργασία με τον Μάνο Κοντολέων, έγραψε το μυθιστόρημα «Ένα και ένα κάνουν όσα θες», το πρώτο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα στη, μετά τον θάνατο του Γιάννη Μαρή (1979), εποχή.

Στη συνέχεια έγραψε τα αστυνομικά μυθιστορήματα «Ο θρήνος της Κλεοπάτρας» (Λιβάνης, 2000), «Το παιχνίδι του δικαστή» (Ψηφίδα, 2002), «Εκ των πραγμάτων» (σε συνεργασία με τον Θανάση Μπαλοδήμα, Περίπλους 2003), «Η τέταρτη γυναίκα» (Αρμός 2004), «Ο ταγματάρχης» (σε συνεργασία με τον Θανάση Παπαρήγα, Πύλη 2007) και «Τα τέσσερα μπαστούνια» (Καστανιώτης, 2009).

Επίσης, συμμετείχε σε όλους τους τόμους της σειράς «Ελληνικά Εγκλήματα» (Καστανιώτης 2007, 2008, 2009, 2011 και 2019) και στους συλλογικούς τόμους της ΕΛΣΑΛ «Είσοδος κινδύνου» (Μεταίχμιο 2011) και «Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα - Ο ήρωας του Γιάννη Μαρή σε νέες περιπέτειες» (Καστανιώτης 2012). Το 2013 κυκλοφόρησε τη συλλογή διηγημάτων της «Αίθουσα αναμονής» (Καστανιώτης), γραμμένων (και ορισμένων δημοσιευμένων) στη διάρκεια σαράντα ετών.

Ακόμα, εμπνεύστηκε, επιμελήθηκε λογοτεχνικά και συμμετείχε με διηγήματά της (ακούστε εδώεδώ και εδώ) στη ραδιοφωνική εκπομπή αστυνομικών ιστοριών «Κλέφτες και αστυνόμοι στον 902» (2008-2010), που αργότερα κυκλοφόρησαν και στο ομότιτλο βιβλίο (Ψυχογιός 2013).

Το 1996 έλαβε το βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού για το θεατρικό έργο της «Έρως διατηρητέος έως…» Επίσης, έγραψε σενάρια για τηλεοπτικές σειρές και έκανε πολλές μεταγλωττίσεις από ξένες ταινίες. 

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ΕΛΣΑΛ και πρόεδρος της την περίοδο 2013-2015.

Print