Συνοπτική αφήγηση μιας παλιάς ιστορίας

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Σχετικά με την την Ξένη Αστυνομική Λογοτεχνία

της Άννας Δάρδα-Ιορδανίδου 

Η ιστορία αφορά στον γνωστό φιλολογικό καβγά, περί της αξίας του αστυνομικού -αν είναι λογοτεχνία ή όχι- που κράτησε εκατό χρόνια πάνω κάτω. Επειδή οι απόψεις που διατυπώθηκαν φωτίζουν σημαντικές πτυχές της εξέλιξης του αστυνομικού μυθιστορήματος, θεωρώ ότι η αντιπαράθεση αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας του.

Περιληπτικά, η διαμάχη ξεκίνησε στο τέλος του 19ου αιώνα (1890), όταν οι κριτικοί κι οι θεωρητικοί της αφήγησης άρχισαν να εξετάζουν το αστυνομικό ως ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος, ορίζοντας τη νουβέλα του Ε. Α. Πόε «Οι φόνοι της οδού Μοργκ», ως σημείο αφετηρίας. Επίσημα τελείωσε το 1972 με το κλασικό άρθρο του γνωστού αμερικάνου κριτικού Leslie Fiedler, «Cross the border - Close the Gap» (Περάστε τα σύνορα - Γεφυρώστε το Χάσμα).

Εκτός από τις ενστάσεις αισθητικής και ηθικής φύσης που ήταν οι περισσότερες και οι επικρατέστερες σύμφωνα με τις οποίες το αστυνομικό ήταν κακή λογοτεχνία, στη ρίζα της διαμάχης βρίσκεται η διαχείριση της θεματολογίας και η τυπολογία του, δηλαδή, η δόμηση της πλοκής του αστυνομικού, που το φέρνουν σε ευθεία αντιπαράθεση με το ρεαλιστικό μυθιστόρημα του οποίου αποτελεί έσχατο όριο.

Θεματολογικά το αστυνομικό μυθιστόρημα εστιάζεται στη δολοφονία, δηλαδή, στην κατ' εξοχή εγκληματική πράξη, που αποτελεί τη σκοτεινότερη πτυχή του ρεαλιστικού (νατουραλιστικού) μυθιστορήματος και την καθιστά ψυχαγωγική. Παύει έτσι να είναι ρεαλιστικό. 

Θεματολογικά, λοιπόν, αναπτύσσεται αντίθετα προς το ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Λόγου χάρη, όταν το ρεαλιστικό μυθιστόρημα αναφέρεται σ' ένα φόνο, επικεντρώνεται στις ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα που αντιμετωπίζοντας διάφορες καταστάσεις φτάνει στη δολοφονία. Με άλλα λόγια, τα αίτια του εγκλήματος, που αφορούν το κοινωνικό σύνολο, αποτελούν την ουσία της εξιστόρησης.

Το αστυνομικό μυθιστόρημα αντιθέτως ξεκινά με τη δολοφονία. Ο ήρωάς του, ο ντέτεκτιβ, ούτε πάσχει, ούτε εξελίσσεται (εξαιρώντας το νουάρ). Διερευνά τη δολοφονία ώσπου να φθάσει στην τελική λύση του μυστηρίου. Η εξιστόρηση της έρευνας αποτελείται από τη σταδιακή αποκάλυψη πράξεων που έγιναν στο παρελθόν. Αυτός ήταν και είναι ο αφηγηματικός κώδικας του αστυνομικού μυθιστορήματος.

Ωστόσο, αυτή ακριβώς η αφηγηματική φόρμα, που το αντιδιαστέλει με το ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αποτελεί τον πυρήνα της αληθοφάνειάς του. Έτσι γίνεται στην καθημερινή ζωή. Ανακαλύπτεται ένα πτώμα κι αρχίζει η αστυνομία να ψάχνει το δολοφόνο. Περιγράφοντας αυτή τη διαδικασία, δηλαδή, αντιμετωπίζοντας το έγκλημα από τη σκοπιά του διώκτη του, το αστυνομικό μυθιστόρημα αντιγράφει την προσέγγιση με την οποία είμαστε εξοικειωμένοι. Έτσι κερδίζει την αληθοφάνεια που του είναι αναγκαία ακόμη κι όταν υπερβάλλει (Σερλοκ Χολμς παλιότερα, το έγκλημα που λύνεται σ' ένα εργαστήριο τώρα).

Η μετατόπιση της θεματογραφίας στο σκληρό αστυνομικό (hard-boiled), με άλλα λόγια, η περιγραφή της εγκληματικής δραστηριότητας των συμμοριών, και κυρίως η ουσιαστική παρέκκλιση από την τυποποιημένη συνταγή στο νουάρ, όπου ο ήρωας είναι συχνά ο ίδιος παραβατικός, τοποθέτησαν το έγκλημα στο πλαίσιο μιας γενικότερης κοινωνικής παθογένειας προσδίδοντας του έτσι το πρόσημο του κοινωνικού μυθιστορήματος.

Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που ο Fiedler μαζί με την πορνογραφία και την επιστημονική φαντασία συμπεριέλαβε το αστυνομικό στη λογοτεχνία. Από τα τέλη του 60' και κυρίως από το ’70 και μετά, αμφισβητήθηκε η διαχωριστική γραμμή μεταξύ καλής λογοτεχνίας και λαϊκών αναγνωσμάτων (popular fiction). Ο διαχωρισμός της λογοτεχνίας σε είδη, που ξεκίνησε στα τέλη του 18ου κι εδραιώθηκε τον 19ο αιώνα με την μελέτη της αρχαίας γραμματείας (έπος, λυρική ποίηση, ιστορία, φιλοσοφία, ρητορεία, δράμα) αναθεωρήθηκε, όχι μόνον επειδή διαφοροποιήθηκαν οι κοινωνικοί λόγοι που τον επέβαλλαν αρχικά (εγχειρίδια διδασκαλίας της ανερχόμενης αστικής τάξης), αλλά και για να βρεθεί ένας τρόπος μελέτης του μυθιστορήματος, σε πρώτο στάδιο, και του λεγόμενου «λαϊκού» μυθιστορήματος μετέπειτα.

Συγκεκριμένα, από το ’70 και μετά, σ' ένα ευρύτερο πλαίσιο μελετών κοινωνιολογικής φύσης, ξεκίνησε  ένας ουσιαστικός προβληματισμός κι αναπτύχθηκε μια πολεμική ενάντια στον διαχωρισμό καλής λογοτεχνίας και λαϊκών αναγνωσμάτων.

Αρχικά, διατυπώθηκαν τα προβλήματα που άπτονται στον ακριβή προσδιορισμό της έννοιας του «λαϊκού», εφ’ όσον ένα ειδοποιό χαρακτηριστικό, μεταξύ άλλων, θεωρήθηκε το εύρος των πωλήσεων που υπονοούσε τη χαμηλή ποιότητα του έργου που απευθυνόταν σε ευρύτερα στρώματα. Κραυγαλέο παράδειγμα περί του αντιθέτου αποτέλεσε το μυθιστόρημα του Ντ. Λώρενς «Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι» που ξεπέρασε τα 3.000.000 πωλήσεις τους τρεις πρώτους μήνες της έκδοσής του (1928). Επίσης, πολλά μυθιστορήματα ενώ κάποτε κατηγορούνταν από πολλούς ως «λαϊκά» μετακινήθηκαν στην κατηγορία της καλής λογοτεχνίας, όπως, λόγου χάρη, τα μυθιστορήματα του Ντίκενς που εξετάζονται στις φιλολογικές σχολές ως κλασσικά.

Συντριπτικό πλήγμα στον διαχωρισμό καλής λογοτεχνίας και λαϊκών αναγνωσμάτων (πορνογραφία, επιστημονική φαντασία, thrillers, αστυνομικά, ιστορίες τρόμου, κ.λπ.) επέφερε η ευρύτατη διαχείριση των θεμάτων που χαρακτήριζαν κυρίως τη λεγόμενη λαϊκή λογοτεχνία σε μυθιστορήματα που δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως χαμηλής ποιότητας.

Η κατάληξη αυτής της διαμάχης συνέπεσε και τελικά σηματοδότησε το τέλος των κυρίαρχων λογοτεχνικών θεωριών (φορμαλισμός, στρουκτουραλισμός, μαρξιστική θεώρηση, κ.λπ.). Ακολούθησε ένας θεωρητικός κατακερματισμός σε μικρότερης εμβέλειας ρεύματα και προσεγγίσεις (μετα-στρουκτουραλιστικές, νεομαρξιστικές, ψυχαναλυτικές, αποδομιστικές, κ.λπ.). Ωστόσο, αυτό που ουσιαστικά τελείωσε τότε είναι η ενασχόληση με τις  σχολές του μυθιστορήματος και της θεωρίας του. Τελείωσε όμως και η ανανέωση του μυθιστορήματος, ως λογοτεχνικό είδος, που άνθισε τον 19ο αιώνα ως τα μέσα του 20ου. Εξακολουθούν να γράφονται καλά μυθιστορήματα και να επιχειρούνται διαφωτιστικές προσεγγίσεις αλλά είναι κατά περίπτωση.

Αν τελείωσε και το αστυνομικό θα φανεί στη συνέχεια, παρ’ όλο που υπήρξε, όπως είπαμε παραπάνω, θεματολογική και τυπολογική ανανέωση του είδους, και αυτή την εποχή παρατηρείται αύξηση της παραγωγής του.

Προσωπικά πιστεύω ότι τα θέσφατα του αφηγηματικού κώδικα και της θεματολογίας του αστυνομικού δεν έχουν ανανεωθεί ουσιαστικά, δεδομένου ότι εξακολουθεί να περιγράφει, ως επί το πλείστον, τη διερεύνηση και τη λύση εγκλημάτων, ακόμη κι όταν τα αίτια τους βρίσκονται στην καρδιά της κοινωνικο-πολιτικής παθογένειας, έστω κι αν περιγράφουν ψυχολογικές διαστροφές, ή, στις λίγες περιπτώσεις, όπου αφηγητής είναι ο ένοχος. Αυτό θα επιτευχθεί αν και όταν γραφτούν μυθιστορήματα που θα επιχειρήσουν να απαγκιστρωθούν από την αναπαραγωγή του σχήματος «διερεύνηση-τελική λύση» και παρ’ όλα αυτά θα χαρακτηριστούν ως αστυνομικά. Καλά ή κακά.

* Το κείμενο αποτελεί διευρυμένο απόσπασμα μιας ομιλίας περί του αστυνομικού,
στο Ζάνειο Πειραματικό Λύκειο του Πειραιά.

Εκτύπωση