Οικογενειακά εγκλήματα σε «κλειστά δωμάτια»

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Σχετικά με την Ελληνική Αστυνομική Λογοτεχνία

του Γιάννη Ράγκου 

Σπεύδω από την αρχή να προειδοποιήσω τους παριστάμενους: Για κανέναν λόγο δεν πρέπει ποτέ να βρεθείτε σ’ ένα κλειδωμένο δωμάτιο μόνοι σας με τον Νεοκλή Γαλανόπουλο, όσο κι αν ξεγελά το γλυκό, χαριτωμένο και σχεδόν μόνιμα χαμογελαστό (έστω και με… σαρδόνιο τρόπο) πρόσωπό του. Εκτός αν έχετε… δολοφονική διάθεση ή κρατάτε με απόλυτη ασφάλεια το κλειδί του δωματίου στο χέρι σας. Θα εξηγήσω στη συνέχεια τί εννοώ…

Εισαγωγικά, θα ήθελα να επισημάνω πως ο Γαλανόπουλος είναι ο μοναδικός σύγχρονος Έλληνας συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, που υπηρετεί συστηματικά -τουλάχιστον από την αναβίωση του είδους κατά τη δεκαετία του 1980 και κυρίως του 1990- το υπο-είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας που αποκαλούμε «αστυνομικές ιστορίες κλειστού δωματίου». Δηλαδή, ιστορίες με επίκεντρο ένα έγκλημα σ’ ένα ερμητικά κλειστό -κλειδωμένο- δωμάτιο. Θα έλεγε κανείς πως το υπο-είδος αυτό είναι σύμφυτο με τις καταβολές του αστυνομικού μυθιστορήματος παγκοσμίως, καθώς αποτελεί το βασικό θεματικό μοτίβο στην περίφημη νουβέλα του Έντγκαρ Άλαν Πόε «Οι δολοφονίες της οδού Μοργκ», η οποία «εγκαινίασε» το νέο -τότε- λογοτεχνικό είδος, την αστυνομική λογοτεχνία. Κατ’ αυτή την έννοια, ο Γαλανόπουλος συγκροτεί από μόνος του μια ξεχωριστή κατηγορία στη σημερινή «σκηνή» της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας.

Περαιτέρω, θα ήθελα να σημειώσω πως γενικά τα κείμενά του -όπως συμβαίνει και σ’ αυτή τη συλλογή με τίτλο «Οικογενειακά εγκλήματα» (εκδόσεις Τόπος)- έχουν έντονο το στοιχείο της αυτοαναφορικότητας, με διπλή έννοια: αφενός, ο συγγραφέας παραπέμπει συχνά με άμεσο ή συνηθέστερα έμμεσο τρόπο σε παλαιότερα μυθιστορήματα ή διηγήματά του, κλείνοντας έτσι το μάτι στον τακτικό αναγνώστη του, αφετέρου κάνει διαρκείς αναφορές -σαφείς ή υπαινικτικές- σε θεμελιώδης συνισταμένες του είδους -άλλοτε για να τις τραβήξει ως τα απώτατα όριά τους, άλλοτε για να τις «υπονομεύσει» με χάρη και ευρηματικότητα. Το στοιχείο αυτό τονίζεται περισσότερο από την επιλογή μιας παιγνιώδους γλώσσας, με προσεκτική επιλογή λέξεων και λεκτικών σχημάτων και με σπινθηροβόλους διαλόγους.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο στη λογοτεχνία του Γαλανόπουλου έχει να κάνει με τη χρήση των λεπτομερειών. Διευκρινίζω, εδώ, πως έτσι κι αλλιώς μια αστυνομική ιστορία -πέραν των άλλων λογοτεχνικών απαιτήσεων που εγείρει- αποτελεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και την «εποποιία της λεπτομέρειας». Ο αστυνομικός συγγραφέας, δηλαδή, «κατασκευάζοντας» την ιστορία του, δουλεύει λίγο σαν ανατόμος, ιατροδικαστής ή μικροχειρουργός, δίνοντας έμφαση και ανασύροντας στην επιφάνεια λεπτομέρειες κοινωνικές, χαρακτηρολογικές, αστυνομικές κ.λπ., τις οποίες πρέπει να συσχετίσει περίτεχνα αλλά και ρεαλιστικά. Ο Γαλανόπουλος, σ’ αυτό το βιβλίο του, αποδεικνύει -για μια ακόμη φορά- πως είναι ένας μετρ σ΄ αυτή την «εποποιία της λεπτομέρειας». Όμως, προσοχή: δεν χρησιμοποιεί αυτή τη λεπτή παρατήρηση περιττολογώντας και κουράζοντας τον αναγνώστη, αλλά «υπηρετώντας» πλήρως την αφήγηση και τον μύθο και προσφέροντας παράλληλα υψηλή αναγνωστική απόλαυση. Μερικές φορές, μάλιστα, αυτή η απόλαυση μπορεί να είναι… νοσηρή ή αποτέλεσμα ενός είδους «επαγγελματικής διαστροφής» -συγγραφικής, αναγνωστικής ή άλλης, άδηλης.

Τα «Οικογενειακά εγκλήματα» αποτελούνται από τις τρεις φαινομενικά ανεξάρτητες νουβέλες, που όμως συνδέονται με ένα υπόγειο νήμα: και στις τρεις, ο Γαλανόπουλος στρέφει τον φακό του μικροσκόπιού του στον βαθύτερο πυρήνα της ελληνικής οικογένειας, για να μας πει πως, πολύ συχνά, πίσω από τις κλειστές πόρτες της (τα «κλειστά δωμάτια», ε;) τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Κατ’ αυτή την έννοια, ο τόμος σωστά επιγράφεται ως μυθιστόρημα μυστηρίου, αλλά ίσως θα ήταν σωστότερο να αναφέρεται ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα μυστηρίου.

Η πρώτη νουβέλα με τίτλο «Τα τρία αδέλφια» -η μικρότερη του τόμου- «παραπλανεί» ήδη από τον τίτλο της τον αναγνώστη, καθώς η ιστορία δεν στρέφεται γύρω από τρία, αλλά από τέσσερα αδέλφια (τρεις άντρες και μία γυναίκα), με τη διαφορά ότι το ένα είναι ήδη νεκρό από την αρχή της ιστορίας.

Η ιστορία στρέφεται γύρω από τον θάνατο του μικρότερου αδελφού, ο οποίος ενώ εμφανίζεται ως αυτοκτονία, εντέλει μπορεί να κρύβει έναν καλά σκηνοθετημένο φόνο. Εδώ, ο Γαλανόπουλος οικοδομεί την πλοκή πάνω σ’ ένα κλασικό «μοτίβο» της αστυνομικής λογοτεχνίας: μια αυτοκτονία που ενδεχομένως υποκρύπτει ένα έγκλημα ή μια αυτοκτονία που παραμένει αυτοκτονία έστω κι αν αρχικά εμφανίζονται ορισμένες ενδείξεις πως είναι αποτέλεσμα εγκληματικής ενέργειας.

Πρόκειται για μια σκοπίμως, κατά τη γνώμη μου, «γεωμετρημένη» νουβέλα, όπου εμφανίζεται ένα τετράγωνο από το οποίο λείπει η μία «κορυφή» (ο νεκρός αδελφός) -ή μάλλον υπάρχει δια της απουσίας της. Στο «κολοβό» αυτό τετράγωνο, που έχει αποκτήσει πλέον μορφή «τριγώνου», οι «κορυφές» (δηλαδή, τα άλλα τρία αδέλφια) υποπτεύονται ανά δύο την τρίτη «κορυφή» ως τον υπαίτιο της αυτοκτονίας ή της εικαζόμενης δολοφονίας. Θαυμάσιο φορμαλιστικό εύρημα (ή… «έβρημα», όπως προσφυώς θα έγραφε, ίσως, ο ίδιος ο Γαλανόπουλος), που ο συγγραφέας οργανώνει με ακρίβεια μετρονόμου ή μαθηματικού -η «εποποιία της λεπτομέρειας», που λέγαμε προηγουμένως.

Η δεύτερη νουβέλα «Το μυστικό του πολιτικού αρχηγού» είναι κατά τη γνώμη μου το πλέον «πολιτικό» κείμενο του Γαλανόπουλου σε όλη τη μέχρι σήμερα συγγραφική του διαδρομή. Ειδικότερα, το «προλογικό» μέρος της νουβέλας -παρόλο που αυτή εξελίσσεται σε μια μελλοντική εποχή- αποτελεί ένα έξοχο πολιτικό σχόλιο για τη σημερινή Ελλάδα με ισχυρές δόσεις σαρκασμού. Μπορεί ο ίδιος να διαφωνεί, αλλά αυτή είναι η άποψή μου.

Η ιστορία εξελίσσεται, λοιπόν, το 2035 κι έχει στο επίκεντρό της την προσωπικότητα ενός ανερχόμενου, αριβίστα πολιτικού στελέχους με ακραίες θέσεις και πρακτικές, το πολιτικό μέλλον του οποίου διακυβεύεται από τη δολοφονία της γυναίκας του. Είναι μια νουβέλα, όπου κυριαρχεί η νουάρ ατμόσφαιρα, αλλά ανιχνεύονται και στοιχεία επιστημονικής φαντασίας. Εμένα, όταν τη διάβαζα, μου έφερε στο νου -κατ΄ αναλογία-  την περίφημη νουβέλα του Φίλιπ Ντικ «Do Androids Dream of Electric Sheep», που το 1982 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με την, κατά τη γνώμη μου, αριστουργηματική ταινία «Blade Runner» του Ρίντλεϋ Σκοτ.

Πέρα, όμως, από την ιστορία καθ’ εαυτή, για μένα το δεσπόζον «εύρημα» είναι η χρήση της γλώσσας. Εδώ, ο Γαλανόπουλος χρησιμοποιεί μια εκδοχή της ελληνικής γλώσσας -κυρίως στο γραμματικό της κομμάτι, αλλά και στη σύνταξη- που σήμερα θα λέγαμε ότι δεν είναι «έγκυρη» ή δόκιμη, όμως πολύ σύντομα μπορεί να γίνει! Ταυτόχρονα, μου θύμισε τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε η Αριστερά τις δεκαετίες του 1950, 1960 ή και του 1970. Ο Γαλανόπουλος, δηλαδή, χρησιμοποιεί μια γλώσσα «παρελθούσα», αλλά που δεν είναι απίθανο να την ξαναβρούμε μπροστά μας τις επόμενες δεκαετίες. Από μόνο του αυτό το στοιχείο, αποτελεί ένα ισχυρότατο σχόλιο για το μέλλον της γλώσσας, το βασικότερο «εργαλείο» ενός συγγραφέα. Ο τρόπος που ο Γαλανόπουλος χειρίζεται αυτή την «ιδιόμορφη» εκδοχή της ελληνικής γλώσσας (ένα είδος ιδιολέκτου), στην αρχή ίσως ξενίσει μετά γίνεται απολύτως «φυσική» και κατά κάποιο τρόπο λειτουργεί αντιστικτικά προς όσα «σοβαρά» συμβαίνουν στην ιστορία του.

Η  τελευταία νουβέλα αποκαλύπτει τις προθέσεις της ήδη από τον τίτλο της («Κεκλεισμένων των θυρών»), καθώς κινείται -σαφέστερα από τις άλλες- στη «γραμμή» των αστυνομικών ιστοριών τύπου «κλειστού δωματίου».

Εδώ, ο Γαλανόπουλος παίζει απολύτως «εντός έδρας» (σαν να παίζει η Μπαρτσελόνα με τη Θύελλα Άνω Καρδομαγούλας) και μάλιστα φροντίζει να μας το πει από τις πρώτες σελίδες, όταν αναφέρεται στους κορυφαίους συγγραφείς αυτού του υπο-είδους και ανάμεσα τους στον Τζον Ντίξον Καρ, τον οποίο ο Γαλανόπουλος έχει μεταφράσει στα ελληνικά. Εντούτοις, ο Γαλανόπουλος «κλείνει το μάτι» και σε άλλα ειδολογικά στοιχεία της αστυνομικής αφήγησης, όπως είναι το θρίλερ, η περιπετειώδης αφήγηση, το νουάρ κ.λπ. Την ίδια στιγμή, φέρνει έντονα στο προσκήνιο το ψυχαναλυτικό υπόβαθρο των χαρακτήρων, ειδικότερα στο τελευταίο «μέρος» της νουβέλας, όπου η λεπτομερής ψυχολογική παρατήρηση και ανάλυση φτάνει στις παρυφές ενός καλογραμμένου δοκιμίου ψυχανάλυσης!

Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω το εξής: Θυμάμαι ότι ως παιδιά λέγαμε ένα «ανέκδοτο» -ότι το πιο γρήγορο πράγμα στον κόσμο είναι να κλειδώσεις ένα συρτάρι και να προλάβεις να ρίξεις το κλειδί μέσα. Ακριβώς αυτό, κάνει ο Γαλανόπουλος με τα κλειδωμένα δωμάτια. Μόνο που μέσα δεν αφήνει το κλειδί αλλά, συνήθως, ένα… πτώμα!

Γι' αυτό, θα το ξαναπώ: Μην βρεθείτε ποτέ μαζί του σ’ ένα κλειδωμένο δωμάτιο. Ευτυχώς, που η φιλόξενη Δημοτική Αγορά Κυψέλης είναι διαμπερής και έχει δύο εξόδους… διαφυγής!

Από την παρουσίαση του βιβλίου στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης
Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Ετικέτες: Γιάννης Ράγκος, Νεοκλής Γαλανόπουλος

Εκτύπωση