Mike Hammer

Συντάχθηκε στις .

Όταν σου έρχεται στο μυαλό ο Mike Hammer, για το μόνο που δεν θα δυσκολευτείς ιδιαίτερα, είναι να βρεις λόγια να τον χαρακτηρίσεις. Σκληρός, ακραίος, σεξιστής, διεστραμμένος, βίαιος, αντικομμουνιστής.  Αυτό που είναι απολύτως απίθανο να συμβεί είναι να τον αγνοήσεις.

Από το πρώτο -και πιο φημισμένο- βιβλίο της σειράς με πρωταγωνιστή τον Χάμμερ, το  «Εγώ, οι ένορκοι» (1947), που γράφτηκε μέσα σε ελάχιστες μέρες και είναι ένα κλασικό pulp αριστούργημα, αφήνει ανεξίτηλο το αποτύπωμα του στο crime fiction. Αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση για το θάνατο ενός φίλου του, ακολουθεί έναν κώδικα βίας που δεν επιτρέπει σε τίποτα και κανέναν να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο του. Το αιματηρό τέλος δεν αφήνει περιθώρια για πολλές ωραιοποιήσεις. Ο Χάμμερ συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε ο Ρέις Γουίλιαμς του πρωτοπόρου Κάρολ Τζόν Ντέιλυ χωρίς τις ενδιάμεσες στάσεις στους ήρωες του  Χάμμετ ή του Τσάντλερ. Σε αυτό βέβαια υπάρχουν δύο αναγνώσεις. Η μία του Μίκυ Σπιλαίην, θαυμαστή του Ντέιλυ, που έλεγε  «Ο Μάικ και ο Ρέις Γουίλιαμς των μέσων της δεκαετίας του΄30,  θα μπορούσαν να ήταν δίδυμοι» και αυτή του Ντέιλυ: «Εγώ είμαι άφραγκος  και ο τύπος (Σπιλέιν) πλουτίζει  γράφοντας για τον ντετέκτιβ μου».

Ο Σπιλέιν δεν έχαιρε και μεγάλης εκτίμησης από τους συναδέλφους του. Ο Αμερικανός συγγραφέας και κριτικός Άντονι Μπουσέ υποστήριξε ότι το Εγώ, οι ένορκοι θα έπρεπε να είναι «υποχρεωτικό ανάγνωσμα σε σχολείο εκπαίδευσης της Γκεστάπο», αλλά αυτό λίγο πρέπει να ένοιαζε τον βετεράνο πιλότο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου Frank Morrison Spillane. Τα βιβλία του πούλησαν εκατομμύρια ( μόνο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80 ο Σπιλέιν είχε πουλήσει σχεδόν 150 εκατομμύρια ενώ μέχρι σήμερα υπολογίζεται ότι έχει ξεπεράσει τα 225 εκατομμύρια). Αν και έλαβε βραβείο για τη συνολική του προσφορά στο είδος από τους Private Eye Writers of America το 1983,  η λέσχη Mystery Writers of America παραγνώριζε την αξία της δουλειάς του μέχρι το 1995 που έλαβε το βραβείο Grand Master. Μισητός από το φιλελεύθερο συγγραφικό κατεστημένο, ο Χάμμερ, που βρέθηκε για δύο χρόνια στις ζούγκλες του Ειρηνικού πολεμώντας τους Ιάπωνες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πριν γίνει ιδιωτικός ντετέκτιβ,  ενσάρκωνε μια δεξιά και αντιδραστική πολιτική απόλυτα  συνδεδεμένη με το ιστορικό της πλαίσιο -Ψυχρός Πόλεμος, επεκτατική πολιτική της Αμερικής της δεκαετίας του '50-  μια εποχή δηλαδή κατά την οποία έπεσε το τελευταίο φύλλο συκής και  η Αμερική έχασε και την ελάχιστη αθωότητα που μπορούσε να προσποιηθεί ότι είχε.

Ντυμένος με μια καμπαρντίνα, με το καπέλο του σφηνωμένο χαμηλά στο μέτωπο, το αξιόπιστο 45άρι γεμάτο στη θήκη του και την αγαπημένη του γραμματέα, την ελκυστική Βέλντα να κάνει κουμάντο στο γραφείο του, ο Μάικ κατεβαίνει στους κακόφημους δρόμους και τα άθλια καταγώγια της Νέας Υόρκης για να παίξει ξύλο ή να μπλέξει σε κάποιο πιστολίδι, κάνοντας, όπως ο ίδιος πιστεύει τουλάχιστον- τον κόσμο πιο ασφαλή. Οι μπελάδες δεν βρίσκουν τον Χάμμερ. Τους ψάχνει. Μοιάζει να μην είναι πάντα απολύτως ξεκάθαρο αν το κίνητρο του είναι η απονομή της  δικαιοσύνης ή το πάθος του για εκδίκηση και η ηδονή που νιώθει με τη βία.  

Ο Χάμμερ δεν θα καταλάβαινε τίποτα από τον σημερινό κόσμο. Η καθημερινή αρένα του απέχει πολύ από αυτό που ονομάζουμε συμπεριληπτικό κόσμο. Δεν θα του άρεσε να ζει σήμερα ενώ θα ήταν για τους περισσότερους παράδειγμα προς αποφυγή. Μακριά από τον ρομαντικό και φιλοσοφημένο Δον Κιχώτη του Λος Άντζελες, Φίλιπ Μάρλοου, ή τον ψυχρό Σαμ Σπέιντ από το Σαν Φρανσίσκο, ο Νεουορκέζος Χάμμερ είναι περισσότερο ένας ορκισμένος τιμωρός.

Δεν νιώθει τύψεις για τις πράξεις του.  Όλα τα θύματά του άξιζαν και με το παραπάνω ότι έπαθαν.

Εκτύπωση