Δρακονταειδής Φίλιππος: "Τοπίο με ποταμό και ακτή στο βάθος"

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα

 ceb1cebdcf84cf89cebdceafcebfcf85-ceb5ceb3cf8e-cf83cebacf8ccf84cf89cf83ceb1-cf84cebfcebd-cebaceb1ceb8ceb7ceb3ceb7cf84ceae-cebcceaccebb

1.

Μπα, μονολόγησα, ένας γρύλος ακούγεται.

Είχα ανοίξει το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς μου, ήταν Κυριακή. Ένας γρύλλος, σε ετούτη την πόλη! Φθινόπωρο, ο αέρας δροσερός, τι δουλειά έχει ένας γρύλος να ακούγεται, όλη η Φύση ησυχάζει.

Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Ποιος να είναι τέτοια ώρα, αναρωτήθηκα, καλά-καλά δεν είχε ξημερώσει. Άφησα το τηλέφωνο να σκούζει. Έχω βαρεθεί να επαναλαμβάνω πως ετούτη η δουλειά με έχει μπουχτίσει: δεν θέλω άλλο, δεν γίνομαι σοφότερος, ξεχνάω και όσα έχω μάθει.

Τότε λοιπόν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Βγήκα στη βεράντα και κατόπτευσα τον δρόμο: το τρακαρισμένο αυτοκίνητο της Υπηρεσίας ήταν σταθμευμένο στη γωνία.

Άρα, ο Κόχραν χτυπάει το κουδούνι, είπα μέσα μου. Ας το χτυπάει. Δεν έχω καμία όρεξη να με ενοχλούν την Κυριακή, ας λένε πως υπάρχει έξαρση της εγκληματικότητας στο τέλος της εβδομάδας: οι άνθρωποι μένουν στο σπίτι τους, βαριούνται, διαπληκτίζονται, φτάνουν στο απονενοημένο διάβημα. Η κακιά η ώρα.

Ήξερα τη συνέχεια: ο Κόχραν, που είχε χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας, θα την άνοιγε με αντικλείδι, θα ανέβαινε από τις σκάλες ως τον όροφο όπου το διαμέρισμά μου, θα χτυπούσε το κουδούνι της κατοικίας μου.

Έβγαλα το κλειδί από την κλειδαριά της πόρτας μου, ήξερα πως εκείνος που ανέβαινε από τις σκάλες θα άνοιγε με αντικλείδι την πόρτα μου. Στάθηκα πίσω από την πόρτα, εκείνος που θα άνοιγε με αντικλείδι την πόρτα μου θα έτρωγε το ξύλο της ζωής του.

-Αγάπη μου, άκουσα να ψιθυρίζει εκείνος που είχε ανέβει τις σκάλες.

-Αγάπη μου, ψιθύρισε εκείνη η φωνή μπροστά στην πόρτα μου.

-Αγάπη μου, άνοιξέ μου, παρακάλεσε εκείνη η γυναικεία φωνή.

-Αγάπη μου, είπε η φωνή που γνώριζα.

Άνοιξα, η Σύλβια των Ειδικών Δυνάμεων έκλεισε την πόρτα, έπεσε στην αγκαλιά μου, με έσφιγγε, με φιλούσε, με έσπρωχνε στην κρεβατοκάμαρα, με έριξε στο κρεβάτι, με ξέντυνε, με δάγκωνε, τριβόταν, τα μαλλιά της σέρνονταν στο πρόσωπό μου.

-Όχι, είπα.

-Όχι, είπε, είχε βγάλει την καμπαρντίνα της, είχε ξεκουμπώσει την μπλούζα της, είχε κατεβάσει το φερμουάρ της φούστας της.

-Όχι, επανέλαβα.

-Όχι, όχι, είπε, ξεκούμπωνε το πανταλόνι μου, τραβούσε το πουκάμισό μου, έγδερνε το πρόσωπό μου, ήξερα πόσο την διέγειρε η λέξη «όχι».

-Ναι -ψιθύρισα στο αυτί της- ναι -χουχούλισα το πρόσωπό της- ναι –επανέλαβα λίγο πιο δυνατά- ναι, ήξερα πόσο την απογοήτευε αυτή η λέξη.

Έγειρε λοιπόν δίπλα μου, ανέβασε το φερμουάρ της φούστας της, έκλεισε τη μπλούζα της, σκέπασε τα πόδια της με την καμπαρντίνα της.

-Ναι, είπε, φοβήθηκα τόσο, ο δολοφονημένος σου έμοιαζε τόσο. Θεέ μου, τα χέρια του ήταν ακριβώς σαν τα δικά σου! Στραπατσαρισμένος όμως, τον είχαν σκοτώσει και μετά πέρασαν από πάνω του με ένα αυτοκίνητο.

-Και εσύ ήρθες με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Κόχραν, μουρμούρισα.

-Έτρεχε σαν τρελός, γέλασε η Σύλβια.

-Τυχερή είσαι που δεν τράκαρε, σχολίασα.

Η Σύλβια έβαλε τα γέλια.

-Ναι, συμφώνησε.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και ίσιωσε τα μαλλιά της.

-Θέλεις καφέ; ρώτησε.

-Ναι, απάντησα.

-Κούμπωσε το πανταλόνι σου, παρακάλεσε.

Ο γρύλος δεν είχε πάψει το τραγούδι του.

 2.

Το αυτοκίνητο είχε βρεθεί σε  μικρή απόσταση από τον τόπο του εγκλήματος: εγκεφαλική ουσία είχε πέσει στον προφυλακτήρα. Ήταν ένα Σιτροέν ντε σεβώ, σε άριστη κατάσταση, χωρίς αριθμό, σκονισμένο.

-Κάποιος το έβγαλε από το προσωπικό του γκαράζ και το χρησιμοποίησε, δήλωσε ο Σάντρο Μονταλμπάνο, ένα αυτοκίνητο παλιό χωρίς πινακίδες κυκλοφορίας.

Σούφρωσα τα χείλη μου.

-Μην πεις ότι κάποιος το έκλεψε από το γκαράζ ενός συλλέκτη παλιών αυτοκινήτων και το χρησιμοποίησε, με συμβούλευσε. Αν ήταν έτσι, ο ιδιοκτήτης θα είχε προλάβει να καταγγείλει την κλοπή. Κανένας συλλέκτης δεν σιωπά, όταν ένα αντικείμενο της συλλογής του χάνεται. Εκτός και αν έλειπε από το σπίτι του, εκτός αν δεν είχε αντιληφθεί την κλοπή, εκτός αν αυτό το αυτοκίνητο κλάπηκε από μάντρα μεταχειρισμένων, υπάρχουν τόσα «εκτός».

-Εκτός αν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου είναι το θύμα, παρατήρησα.

-Όπως και να έχει, αυτή η περίπτωση θυμίζει έργο της Μαφίας πριν από μισό αιώνα, γέλασε ο Μονταλμπάνο. Σήμερα, οι δολοφονίες έχουν χάσει τη μαστοριά τους, προσπαθούν να περνούν απαρατήρητες, είναι τόσο εύκολο να γίνει λόγος για ατύχημα –η κακιά η ώρα- οι συνεργοί είναι τόσοι πολλοί, οι εκτελεστές προτιμούν να κάνουν τη δουλειά τους και να μη δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο, κινδυνεύουν να χάσουν το ψωμί τους όταν το παρακάνουν, άσε που μπορεί να βρεθούν τσιμεντωμένοι σε κάποια κολόνα γέφυρας.

-Η Ελλάδα έχει μείνει πίσω, τον καθησύχασα, αυτή η υπανάπτυξη καθιστά ενδιαφέρουσα την αναζήτηση του δολοφόνου. Θυμάμαι πως μια γριά μού μάθαινε πως τίποτα δεν είναι απλό σε ετούτο τον τόπο, εκτός αν πρόκειται για φόνο.

Σαν άλλοι φιλόσοφοι, περπατούσαμε στον τόπο του εγκλήματος, έδυε ο ήλιος, εκεί η παιδική χαρά, εκεί τα μικρά παιδιά και οι γκουβερνάντες τους, ακούγονταν διάφορες γλώσσες, σπασμένα αγγλικά, σωστά αλβανικά. Κανένα σημάδι.

-Ούτε δακτυλικά αποτυπώματα, είπα.

-Η Λέσχη Αυτοκινήτων Αντίκα, με ενημέρωσε ο Σάντρο, γνωστή ως Λαύα, παρέδωσε αμέσως τον κατάλογο των μελών της που έχουν στην κατοχή τους Σιτροέν ντε σεβό, αναφέροντας μάλιστα τον χρόνο απόκτησης, τον αριθμό στις πινακίδες κυκλοφορίας, τις συμμετοχές στο «Ράλι Αντίκα» και τον κωδικό του κινητήρα.

-Σε πληροφορώ, τον διέκοψα, ότι ο κωδικός του κινητήρα του ντε σεβό που μας ενδιαφέρει δεν είναι στον κατάλογο.

-Τότε, συμπέρανε ανακουφισμένος ο Σάντρο, είναι ώρα να πάμε στον San Calogero.

Δειπνήσαμε, όπως έπρεπε: αχινοσαλάτα, σουπιές στα κάρβουνα ακαθάριστες, πετρομπάρμπουνα, σαρδέλες ψητές δίχως κόκαλο, γαύρος μαρινάτος (με το απαραίτητο σκόρδο), χταπόδι βραστό λεμονάτο, γλώσσες τηγανιτές, βρέθηκαν και δύο κολιοί, δύο σαφρίδια, μία μόνο (δυστυχώς) τσιπούρα πελαγίσια, ένα καλαμάρι (φρέσκο βεβαίως), δύο φέτες σφυρίδας.

-Μεσογειακή δίαιτα, είπα.

-Η γιαγιά μου έλεγε πως το ψάρι είναι φρούτο, συμπλήρωσε ο Σάντρο.

3.

Το ντε σεβό ήταν κλεισμένο σε ένα γυάλινο κουτί, όπου η θερμοκρασία και η υγρασία παρέμεναν σταθερές. Ο ιατροδικαστής Λίνος Μπόρσας είχε λάβει άδεια, προκειμένου να μοιρολογήσει τη μητέρα του, η οποία είχε αποβιώσει προ μηνός. Η εντολή του, δοσμένη τηλεφωνικά στους υφισταμένους του, ήταν να μην αγγίξει κανείς το ντε σεβό, η εγκεφαλική ουσία που είχε λερώσει τον προφυλακτήρα θα έδινε την ταυτότητα του θύματος.

-Το πένθος δεν τον αφήνει να σκεφτεί, εξήγησα, χαζεύοντας το γυαλιστερό, ελαφρώς σκονισμένο, χρώμα του αυτοκινήτου.

Το χρώμα του ντε σεβό της Σαμιρά Ρεκίκ, πατέρας Τυνήσιος, μητέρα Γαλλίδα, χρώμα μαλλιών ξανθόμαυρο, χρώμα οφθαλμών πρασινόμαυρο, δέρμα λευκόμαυρο, ήταν ξεβαμμένο. Το οδηγούσα στο δρόμο για το Ετρετά, τραγουδούσαμε

 Au clair de la lune, mon ami Pierrot

prête- moi ta plume pour écrire un mot.

 Στο πίσω κάθισμα, στριμωγμένος, καθόταν ο θείος Ροζέ, που είχε καταφέρει να συμμαζέψει τα μακριά πόδια του και τότε, ως νοσταλγός της παράδοσης και εκείνος, άρχισε να τραγουδάει τον ύμνο του Συντάγματος των Ζουάβων της Αλγερίας, όπου είχε υπηρετήσει υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Πιερρό στην έρημο της Σαχάρας, δεν θυμόταν το μικρό του όνομα, προς δόξα της Γαλλίας και του πολιτισμού.

Και εγώ, κρατώντας το τιμόνι με το αριστερό χέρι, φρόντιζα να έχω το δεξί μου στο γόνατο της Σαμιρά, η φούστα της ανέβαινε, το χέρι μου ακολουθούσε αυτή την ανιούσα κλίμακα, εκεί η ζέστη της Σαχάρας, εκεί η όαση, εκεί η στροφή. Και το ντε σεβό αναρριχήθηκε σε σωρό σανού, τότε ακριβώς το χέρι μου είχε φτάσει εκεί όπου ήθελε, τότε ακριβώς ο θείος Ροζέ είχε ανακράξει: Oh, putain de putain de vérole και εμείς ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια και το χέρι μου είχε καεί, ο θείος Ροζέ είχε ξεβιδώσει το στρατιωτικό παγούρι του και έπινε νερό και η Σαμιρά ψιθύριζε «όχι» και πάνω από το κεφάλι μου ο έβδομος ουρανός και, σαν ο φυματικός ήλιος της Νορμανδίας να με τσουρούφλιζε, η δίψα με τυραννούσε. Ξεδίψασα πέφτοντας στη θάλασσα του Ετρετά: δεν είχαμε πάρει τα μπανιερά μας.

        4.

-Ακόμα πιο παλιά ιστορία από τη δική σας, αναστέναξε ο κύριος Δημήτρης.

-Θέλετε να πείτε να πούμε πως γνωρίζατε δηλαδή το θύμα να πούμε; ρώτησε ο Μήτσος Χαντόκης.

-Ο κύριος Αστυνόμος εννοεί αν γνωρίζατε το θύμα, ερμήνευσα.

-Έχω επιβεβαιώσει στην κατάθεσή μου σήμερα το πρωί πως γνώριζα το θύμα, απάντησε ο κύριος Δημήτρης, χοντρουλός, ιδρωμένος, τα μαλλιά του έπεφταν στο πλάι, τα έσπρωχνε πίσω, σκούπιζε τον ιδρώτα του, μάζευε το σακάκι του.

-Αυτός να πούμε είναι ο ένοχος που λέγαμε, μου είχε εξηγήσει ο Μήτσος Χαντόκης στο τηλέφωνο και με είχε καλέσει να το διαπιστώσω να πούμε. Με τα ίδια μου που λέγαμε τα μάτια μου.

-Εκείνο που επιβεβαιώνω επιπροσθέτως, συνέχισε ο κύριος Δημήτρης, είναι πως είναι βεβαιωμένο ότι έχουμε πολλές μέρες να δούμε τον κύριο Αλέξανδρο, το σπίτι του είναι κλειστό, η γειτόνισσα με διαβεβαίωσε με βεβαιότητα πως η γάτα του βρέθηκε πατημένη στο δρόμο, από αυτοκίνητο βέβαια, ήταν απρόσεκτη γάτα, ο κύριος Αλέξανδρος βεβαίωνε πως με απόλυτη βεβαιότητα θα την πατούσε στο τέλος κάποιο αυτοκίνητο.

-Να, έσκυψε στο αυτί μου ο Μήτσος Χαντόκης, έτσι που μιλάει να πούμε μιλάει επειδή είναι όπως λέγαμε ταραγμένος να πούμε, αυτός είναι ο ένοχος που λέγαμε.

-Λοιπόν, κατάπιε το σάλιο του ο κύριος Δημήτρης, η μητέρα μου ανησύχησε, επειδή είναι ανήσυχη από τη φύση της και δεν βρίσκει ησυχία, την ανησυχούν τα πάντα, πέντε λεπτά να καθυστερήσω βγαίνει με ανησυχία στο δρόμο και εκδηλώνει την ανησυχία της. Τις προάλλες με είδε από το παράθυρό της που έφτανα καθυστερημένος και βγήκε στο δρόμο, λίγο έλειψε να την πατήσει το τρόλεϊ, καταλαβαίνετε πόσο ανήσυχος ήταν ο οδηγός του τρόλεϊ, η μητέρα μου στεκόταν μπροστά στο τρόλεϊ και μου φώναζε ανήσυχη, τρέχα, παιδί μου, τα μπιφτέκια που σου έχω ετοιμάσει θα κρυώσουν, δεν αξίζει να τα φας κρύα.

-Κουράστηκα να πούμε, αντέδρασε ο Μήτσος Χαντόκης, δεν βρίσκουμε άκρη που λέγαμε.

-Ούτε εγώ, ομολόγησε ο κύριος Δημήτρης, η αλήθεια είναι πως ο κύριος Αλέξανδρος έτρεφε αληθινή μανία για τα αυτοκίνητα, είχε βαρεθεί αληθινά τα αμερικάνικα, τόσα χρόνια που είχε περάσει με αληθινά αυτοκίνητα της Αμερικής στην Αμερική. Η αλήθεια του ήταν τα γαλλικά αυτοκίνητα, δεν είναι αλήθεια ότι είχε συλλογή. Η αλήθεια είναι ότι τα χάζευε, ήταν άνθρωπος που έλεγε πάντα την αλήθεια, είχε γράψει στη μητέρα μου «Αντιγόνη, σου λέω αλήθεια ότι θα πάμε εκδρομή με αυτοκίνητο των νιάτων μας, αφού δεν μπορέσαμε να πάμε τότε στα νιάτα μας με αυτοκίνητο των νιάτων μας, θα βρω εγώ ένα Σιτροέν αληθινό, όπως ήταν τότε τα αληθινά Σιτροέν ντε σεβό, να πάμε βόλτα στο Σούνιο, αφού τότε που δεν πηγαίναμε βόλτα, σου είχα υποσχεθεί, μα την αλήθεια, να πάμε βόλτα στο Σούνιο με ντε σεβό», αλήθεια έλεγε ο συχωρεμένος.

-Ηρεμήστε, κύριε, σχολίασα.

-Δεν θέλω να μάθει η μητέρα μου πως ο πρώτος έρωτάς της δολοφονήθηκε.

-Όχι τέτοια να πούμε, αναφώνησε ο Μήτσος Χαντόκης, τέρμα, να ομολογήσεις να πούμε.

 5.

 Από εκείνες τις ιστορίες που έχουμε ξεχάσει: ο πρώτος έρωτας που δεν σβήνεται. Προ εξήντα χρόνων. Τόσο υπολογίζει ο κύριος Δημήτρης. Τότε η μητέρα του ήταν δεν ήταν δεκαπέντε χρονών. Ερωτευμένη με τον Αλέξανδρο, που ήταν δεν ήταν δεκαεπτά χρονών, είχε κερδίσει ένα χρόνο στο σχολείο, είχε γεννηθεί Ιανουάριο, είχε ετοιμάσει τα χαρτιά του να φύγει στην Αμερική. Αποχαιρετιστήριο γλέντι. Το πρωί είχε πάρει το βαλιτσάκι του και είχε μπει στο καράβι. Τρίτη θέση, υπερωκεάνιο, πήγαινε στη Νέα Υόρκη. Στην πόρτα του σπιτιού της η Αντιγόνη τον αποχαιρέτησε. Δηλαδή φιλήθηκαν. Φιλήθηκαν πολύ. Δηλαδή εκείνη τον φίλησε πρώτη. Δίχως να πουν λέξη. Αχ, τα νιάτα!

 Η κυρία Αντιγόνη παντρεύτηκε. Πήρε τον Αλέξανδρο τον τυπογράφο. Διαβασμένος και του Κόμματος. Και η κυρία Αντιγόνη ήταν κόματος τότε. Και πήγαινε στο τυπογραφείο, στο υπόγειο, δίπλα στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, μύριζε τα μελάνια, μύριζε τα χαρτιά. Βοηθούσε. Δούλευε η Χαϊδελβέργη, δούλευε και η Βικτόρια, στο υπόγειο. Το βράδυ τύπωναν τα χαρτιά του Κόμματος, φυλλάδια, ντιρεκτίβες, αγκιτπρόπ. Αχ, τα χρόνια εκείνα!

Ερχόταν και ο καθηγητής του Δικαίου στην Ανωτάτη Εμπορική, ο κύριος Φουρκιώτης, έτρεφε εκτίμηση στον Αλέξανδρο και τους βοηθούς του. Έπιαναν συζήτηση αν ο παπάς της Ζωοδόχου Πηγής είχε το δικαίωμα να σημαίνει τις καμπάνες για τη λειτουργία και να ξυπνάει τους περίοικους την Κυριακή, τι είδους δικαίωμα είναι αυτό, όταν πρέπει να προστατεύουμε τα δικαιώματα του ανθρώπου.

Ο κύριος Φουρκιώτης διόρθωνε γραπτά των φοιτητών του ως τα χαράματα, πήγαινε για ύπνο τα χαράματα, από τα χαράματα έπιανε ο παπάς να καμπανίζει. Ο ακαμπάνιστος, που δεν πλήρωνε καμπανοκρούστη και  μόνος του καμπανόφερνε τις καμπανιές του να σου καμπανίζουν τα αυτιά. Αχ, τι αναμνήσεις!

Και πέθανε ο Αλέξανδρος ο τυπογράφος, έμεινε το τυπογραφείο στο γιο του, ο κύριος Δημήτρης τυπώνει σε τετράχρωμη, έχει τη Χαϊδελβέργη στην άκρη, έχει τη Βικτόρια στην άλλη άκρη, παντρεύτηκε, μεγαλώνουν τα παιδιά του, θα παραλάβουν το τυπογραφείο.

Έτσι πρέπει, τον συμβούλευσε η μητέρα του, η κυρία Αντιγόνη. Και για να μην υπάρχουν εκκρεμότητες, η κυρία Αντιγόνη θυμήθηκε τον Αλέξανδρο, μπροστά στα μάτια της έστεκε, τον αγαπούσε πάντα, αν ήξερε πού βρισκόταν εκείνο το παλικάρι, θα τον παντρευόταν τώρα που είχε μείνει χήρα. Αν είχε πει μια λέξη τότε, θα τον είχε ξεχάσει, η λέξη όμως είχε μείνει μέσα της και την τυραννούσε. Αχ, τι βάζει με το νου του ο άνθρωπος!

-Μια μέρα λοιπόν, ξεθάρρεψε ο κύριος Δημήτρης, μου ζήτησε η μητέρα μου να την επισκεφθώ επειγόντως. Παράτησα τη δουλειά μου και πήγα, την είχα παρακαλέσει να μη βγει στο δρόμο να με περιμένει, φοβόμουν μήπως την πατούσε το τρόλεϊ. Να μην τα πολυλογούμε, πήγα, ήταν χαρούμενη, φορούσε το καλό φουστάνι της, από τη χαρά της δεν είχε μαγειρέψει, μου λέει «παιδί μου, ο Αλέξανδρος τηλεφώνησε από την Αμερική, είναι καλά και έρχεται».

-Και την πιστέψατε, μουρμούρισα.

-Την πίστεψα, επειδή δυο μέρες αργότερα μου τηλεφώνησε ότι ο Αλέξανδρος θα ερχόταν με το αεροπλάνο, θα ερχόταν από τη Νέα Υόρκη στο Λονδίνο, θα έμενε μία μέρα να συναντήσει κάποιους γνωστούς του, μετά θα έφτανε εδώ.

-Και την πιστέψατε, επανέλαβα.

-Μου έδειξε ένα γράμμα με υπογραφή Αλέξανδρος, μου έδειξε τον φάκελο, έγραφε το όνομα Αλέξανδρος, διεύθυνση στη Νέα Υόρκη, γραμματόσημο κανονικό.

-Και τι έλεγε το γράμμα; ρώτησα.

-Ήταν γραμμένο σε περίεργα ελληνικά, ανορθόγραφα, έλεγε όμως ότι ερχόταν και την αγαπούσε και έπρεπε να ετοιμάσουν τα χαρτιά του γάμου για να παντρευτούν.

-Δεν έλεγε τίποτα άλλο; ενδιαφέρθηκα.

-Έλεγε πως της είχε στείλει τη φωτογραφία του, δεν τον ενδιέφερε η περιουσία της, ο έρωτας τον ενδιέφερε.

-Είδατε τη φωτογραφία, ρώτησα.

-Η μητέρα μου δεν ήθελε να μου τη δείξει. Την είχε κρύψει στο σουτιέν της. Έβαλα λοιπόν το χέρι μου στο σουτιέν της, γαργαλιόταν, έψαξα λίγο πάνω λίγο κάτω, βρήκα τη φωτογραφία.

-Και; αναφώνησα.

-Και, συνέχισε ο κύριος Δημήτρης και κατάπιε το σάλιο του. Και είδα. Και ήταν ένας όμορφος άντρας. Και είχε μουστάκι. Και τα μαλλιά του χωρίστρα. Και τα μάτια του κάπως. Και τότε η μητέρα μου και έβαλε τα κλάματα και μου έλεγε πως τον αγαπούσε και πως εκείνος ήταν και εκείνος που θυμόταν και έκλαιγε.

-Ηρεμήστε, κύριε, σχολίασα.

-Δεν θέλω να μάθει η μητέρα μου πως ο πρώτος έρωτάς της δολοφονήθηκε.

-Το θύμα, καθησύχασα τον κύριο Δημήτρη, δεν φέρει μύστακα, φέρει ελαφρά τριχοφυΐα, φέρει κρεατοελιά στην δεξιά παρειά, στο ύψος του ζυγωματικού.

-Δεν καταλαβαίνω τους ιατρικούς όρους, αναστέναξε ο κύριος Δημήτρης.

 6.

Τηλεφώνησα στη Σύλβια.

-Να σε συναντήσω, της πρότεινα.

-Το βράδυ, συμπλήρωσε.

-Το βράδυ, επιβεβαίωσα.

-Θα έρθω στο σπίτι σου, ψιθύρισε.

-Ναι, συμφώνησα.

-Σε θέλω τόσο πολύ, γουργούρισε.

Καθόμαστε στην κουζίνα.

Είχα ετοιμάσει ψαρόσουπα, είχα ανοίξει ένα μπουκάλι λευκό κρασί.

-Μην πίνεις, είπα.

-Το κρασί με φτιάχνει, γέλασε η Σύλβια.

-Να έχεις το μυαλό σου καθαρό, την συμβούλευσα, θέλω τη βοήθειά σου, δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τον Μήτσο Χαντόκη και τους υφισταμένους του. Η βοήθεια που σου ζητάω είναι με ακούσεις.

-Σε ακούω, είπε η Σύλβια και ήπιε ένα ακόμα ποτήρι κρασί

 -Θα σου διηγηθώ μια ιστορία: θα σου πω για μια νέα που ερωτεύτηκε…

-Ξέρω, με διέκοψε η Σύλβια, είναι η ιστορία της κυρίας Αντιγόνης με τον κύριο Αλέξανδρο.

-Μάλιστα, συμφώνησα περιχαρής.

-Τότε, θέλω τη βοήθειά σου, συνέχισε η Σύλβια. Η βοήθεια που σου ζητάω είναι να με ακούσεις. Η ιστορία λοιπόν είναι απλή: η κυρία Αντιγόνη δεν εξομολογήθηκε τον έρωτα της νιότης της στον γιο της μόνο. Τον εξομολογήθηκε και σε άλλα πρόσωπα. Τον εξομολογήθηκε και στον παπά της ενορίας της, που της πρόσφερε τη βοήθειά του για να βρεθεί ο Αλέξανδρος, έτσι που ο παπάς της ενορίας της βρήκε τον κατάλληλο γέροντα, ο οποίος είχε συγγενείς στην Αμερική, έγραφε ως Αλέξανδρος το γράμμα του εδώ, το έστελνε στους συγγενείς του και οι συγγενείς του το ταχυδρομούσαν στην κυρία Αντιγόνη. Και η κυρία Αντιγόνη είχε εξομολογηθεί στον παπά της ενορίας της ότι είχε περιουσία –ένα σπίτι, κάτι χωράφια- μια περιουσία που ήθελε να απολαύσει στα γεράματά της μαζί με τον κύριο Αλέξανδρο, τα χωράφια είναι στο χωριό της, εκεί όπου φίλησε τον Αλέξανδρο πριν από εξήντα χρόνια, τότε που ο Αλέξανδρος έφευγε για την Αμερική. Και ο παπάς της ενορίας της την συμβούλευσε να συντάξει διαθήκη, να αφήσει κληρονόμο της τον Αλέξανδρο, η κυρία Αντιγόνη δήλωσε στον συμβολαιογράφο το επώνυμο του Αλέξανδρου που της πρότεινε ο παπάς της ενορίας της, εκείνον τον Αλέξανδρο τον φαλακρό, με την κρεατοελιά στο δεξί μάγουλο. Τι σημασία έχει το επώνυμο, όταν το όνομα είναι τόσο αγαπητό επί τόσα χρόνια. Για να μην κάνει κιόλας λάθος, έλαβε γράμμα από την Αμερική, με τη φωτογραφία αυτού του Αλέξανδρου, που πίστεψε πως ήταν ο δικός της Αλέξανδρος, τόσα χρόνια έχουν περάσει.

-Γνωστή ιστορία, ψιθύρισα.

-Πες λοιπόν τη συνέχεια, γέλασε η Σύλβια και ήπιε μονορούφι το επόμενο ποτήρι κρασί.

-Η συνέχεια είναι, απάντησα, ότι στη συνεννόηση μεταξύ του παπά της ενορίας και των συνενόχων του υπήρξαν παρεξηγήσεις και διαφωνίες για την μοιρασιά της περιουσίας ή για το όνομα που εμφανιζόταν στη διαθήκη της κυρίας Αντιγόνης. Πράγματα συνηθισμένα σε τέτοιου είδους σχεδιασμούς. Και καθώς δεν βρισκόταν λύση στις διαφωνίες, το έγκλημα έλαβε χώρα.

-Και αυτός που δολοφονήθηκε, συμπλήρωσε η Σύλβια, ήταν ο άνθρωπος που είχε δώσει το όνομά του στον συμβολαιογράφο, ο άνθρωπος που λεγόταν Αλέξανδρος ή εμφανιζόταν ως Αλέξανδρος.

-Και εσύ έψαξες σε όλα τα γραφεία κηδειών αν υπήρχε κάποιος Αλέξανδρος για ταφή, είπα.

-Και δεν βρέθηκε κανένας Αλέξανδρος, γέλασε η Σύλβια και γέμισε το επόμενο ποτήρι κρασί.

-Οπότε έψαξες στις αναζητήσεις, γέλασα.

-Όπου δεν βρέθηκε να αναζητείται κανένας Αλέξανδρος, απάντησε η Σύλβια εν ευθυμία διατελούσα.

-Και το ντε σεβό; αναρωτήθηκα.

-Κανείς δεν το αναζήτησε, τραύλισε η Σύλβια, το είχε μια μάντρα, δεν πρόσεξαν καν ότι έλειπε.

-Ναι, είπα, βέβαιος ότι η συζήτηση είχε λήξει και δεν έπρεπε να υπάρξει συνέχεια.

-Όχι, γουργούρισε η Σύλβια.

-Ναι, επανέλαβα.

-Ναι, είπε.

-Ξάπλωσε στο κρεβάτι μου, πρότεινα.

Την σήκωσα στα χέρια μου, την άφησα στο κρεβάτι μου, την σκέπασα, άνοιξα το παράθυρο για να κλείσω τα σκούρα. Μπα, μονολόγησα, ένας γρύλος ακούγεται, ένας γρύλος, σε ετούτη την πόλη!

Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Ποιος να είναι τέτοια ώρα, αναρωτήθηκα, αν υπήρχαν δημόσια ρολόγια, θα σήμαιναν. Σε λίγο. Την δωδεκάτη νυκτερινή. Άφησα το τηλέφωνο να σκούζει. Έχω βαρεθεί να επαναλαμβάνω πως ετούτη η δουλειά με έχει μπουχτίσει: δεν θέλω άλλο, δεν γίνομαι σοφότερος, ξεχνάω και όσα έχω μάθει. Το τηλέφωνο όμως δεν έλεγε να σωπάσει, η Σύλβια ταραζόταν στον ύπνο της. Σήκωσα λοιπόν το ακουστικό.

           7.

-Τότε, που λέτε, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε, όπως  θα σας πω, ότι ο Αλέξανδρος της είχε τηλεφωνήσει στο τηλέφωνό της και της είχε πει ότι θα πήγαινε στο σπίτι να μιλήσουν και να της δείξει, όπως της είχε πει, τις βέρες, ο γάμος θα γινόταν. Και εγώ της είπα, όπως νομίζω πως είχαμε πει μεταξύ μας, μπράβο, μητέρα, θα έρθει ο κύριος Αλέξανδρος, είχαμε πει να μην πούμε πως ο κύριος Αλέξανδρος δολοφονήθηκε, με το καλό να γίνει ο γάμος, όπως έχετε πει να ζήσετε ευτυχισμένοι. Να έρθεις, μου είπε η μητέρα μου, να είσαι παρών. Της είπα μην ανησυχείς μητέρα, θα έρθω. Μεσημέρι, μου είπε. Μεσημέρι, της είπα. Πήγα λοιπόν μεσημέρι, πήγα από το ανθοπωλείο και της πήρα τρία τριαντάφυλλα, πήγα να περάσω το δρόμο, με είδε ότι πήγαινα να περάσω το δρόμο, πετάχτηκε λοιπόν να περάσει το δρόμο, «είναι ζεστά τα μπιφτέκια», φώναξε, «είναι ζεστά, ο Αλέξανδρος τηλεφώνησε, φέρνει τις βέρες, έχω ψήσει μπιφτέκια, να φάμε όλοι μαζί». Όχι, μητέρα, της φώναξα, όχι, μην περάσεις το δρόμο, περίμενε να περάσω εγώ το δρόμο. Δεν με άκουσε όπως με άκουγε, η χαρά της που δεν με άκουγε, «τα μπιφτέκια είναι ζεστά», φώναξε και πήγε να περάσει το δρόμο και έστριψε το τρόλεϊ και την πήρε από κάτω και την σκότωσε και ευτυχώς που είχα τα τριαντάφυλλα και τα άφησα πάνω στο κορμί της, και κοίταζα γύρω μου όπως κοιτάζουμε και περίμενα να δω τον Αλέξανδρο να έρχεται, να την σηκώσουμε από το δρόμο. Και κόσμος είχε μαζευτεί, και όλοι οι Αλέξανδροι. Και ανάμεσά τους ο Αλέξανδρος της μητέρας μου. Και ήταν ένας όμορφος άντρας. Και είχε μουστάκι. Και τα μαλλιά του χωρίστρα. Και τα μάτια του κάπως. Και της έδινε το φιλί της ζωής. Και τον ευχαρίστησα. Και μου είπε: «το καθήκον μου επιτελώ, είμαι γιατρός». Και της έδινε το φιλί της ζωής. «Πώς είναι, κύριε Αλέξανδρε;» τον ρώτησα. «Κατέληξε», μου απάντησε.

 8.

-Τους πιάσαμε, γρύλισε ο Μήτσος Χαντόκης. Ένας παπάς να πούμε, δύο νεκροθάφτες που λέγαμε, ένας δικηγόρος που λέμε, ένας συμβολαιογράφος που σου είχα πει, τρεις παραχαράκτες, λωποδύτες, ψευδομάρτυρες που τι να πούμε, ένας αυτοκίνητα μεταχειρισμένα που λένε σε μάντρα, τους πιάσαμε όλους.

-Και ο κύριος Υπουργός; ενδιαφέρθηκα.

-Μας είπε να  μην του ζαλίζουμε τα αρχίδια να πούμε.

Τότε χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Στον δρόμο, το τρακαρισμένο αυτοκίνητο της Υπηρεσίας. Άρα, ο Κόχραν χτυπάει το κουδούνι, είπα μέσα μου. Ας το χτυπάει. Ήξερα βέβαια τη συνέχεια: ο Κόχραν, που είχε χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας, θα την άνοιγε με αντικλείδι, θα ανέβαινε από τις σκάλες ως τον όροφο όπου το διαμέρισμά μου, θα χτυπούσε το κουδούνι της κατοικίας μου. Έβγαλα το κλειδί από την κλειδαριά της πόρτας μου, ήξερα πως εκείνος που ανέβαινε από τις σκάλες θα άνοιγε με αντικλείδι την πόρτα μου. Στάθηκα πίσω από την πόρτα, εκείνος που θα άνοιγε με αντικλείδι την πόρτα μου θα έτρωγε το ξύλο της ζωής του.

-Αγάπη μου, άκουσα να ψιθυρίζει εκείνος που είχε ανέβει τις σκάλες.

-Αγάπη μου, ψιθύρισε εκείνη η φωνή μπροστά στην πόρτα μου.

-Αγάπη μου, είπε η φωνή που γνώριζα.

Άνοιξα, η Σύλβια έκλεισε την πόρτα, έπεσε στην αγκαλιά μου, με έσφιγγε, με φιλούσε, με έσπρωχνε στην κρεβατοκάμαρα, με έριξε στο κρεβάτι, με ξέντυνε, με δάγκωνε, τριβόταν, τα μαλλιά της σέρνονταν στο πρόσωπό μου.

-Σε θέλω, έλεγε και ξανάλεγε.

-Όχι, είπα.

-Όχι, είπε, είχε βγάλει την καμπαρντίνα της, είχε ξεκουμπώσει την μπλούζα της, είχε κατεβάσει το φερμουάρ της φούστας της, είχε διαλύσει το καλτσόν της, την εμπόδιζε το εσώρουχό της, μύριζε ολόκληρη, μύριζε τόσο όμορφα.

-Όχι, επανέλαβα.

-Όχι, όχι, είπε, ξεκούμπωνε το πανταλόνι μου, τραβούσε το πουκάμισό μου, έγδερνε το πρόσωπό μου, ήξερα πόσο την διέγειρε η λέξη «όχι».

-Όχι -ψιθύρισα στο αυτί της- όχι -χουχούλισα το πρόσωπό της- όχι- επανέλαβα.

Και προχώρησα.

Την επομένη έδωσα την παραίτησή μου: τίποτα δεν είναι απλό σε ετούτο τον τόπο, εκτός αν πρόκειται για φόνο.

Εκτύπωση