Γαλανόπουλος Νεοκλής: "Η γυναίκα θησαυρός"

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα

Πριν πατήσω τη σκανδάλη, θέλω να πω δυο λόγια για τον Έρωτά μου. Τελειώσαν τα ψέματα. Τελειώσαν τα πάντα. Τη Μαργαρίτα την ερωτεύθηκα από την πρώτη στιγμή που σήκωσα τα μάτια μου πάνω της. Η ακτινοβολία της έφτασε ώς  τα τρίσβαθα της ψυχής μου. Εκείνη, βέβαια, ούτε καν αντελήφθη την ύπαρξή μου τότε. Νοιάζεται ο ήλιος ποιους λούζει με το φως του;Ποιους καίνε οι αχτίδες του; Πειράχτηκα, τ’ ομολογώ. Ορκίστηκα, αφού δεν μπορούσα να την κάνω δική μου, να γίνω άτρωτος στα θέλγητρά της. Πόσο ανόητος ήμουνα! Σαν έφηβος που πρωτοξυπνάει ερωτικά, αλλά διστάζει να αποχωριστεί το γλυκό του μαξιλάρι.

Η αχλή που έκανε το αδύνατο να φαντάζει δυνατό και το ανάποδο, διαλύθηκε γρήγορα, ευτυχώς. Η απροσπέλαστη γυναίκα του προξένου προσέγγισε από μόνη της τον κηπουρό του γείτονά της (το θαύμα έχει λογική εξήγηση: ελάχιστοι είμαστε οι Έλληνες εδώ) και συγκινήθηκε από τη θλιβερή ιστορία μου. 

Της τα ’πα όλα: πώς εγκλωβίστηκα στην Κόστα Ρόχα όταν κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος και κλείσαν τα σύνορα, τα λιμάνια, οι δρόμοι και τ’ αεροδρόμια, πώς κατασχέθηκε το καράβι μου κι εγώ γλύτωσα τη φυλακή, αλλά όχι τη στεριά, πώς προσπάθησα μαζί με μερικούς άντρες από το πλήρωμά μου να βγούμε από τη χώρα διασχίζοντας τη ζούγκλα κι εκείνη μας τιμώρησε, πώς η Μοίρα με έσωσε από τον θάνατο με τίμημα τη ζωή μου – μονάχα το δικαίωμα της επιβίωσης μου παραχώρησε – πώς γαντζωμένος πάνω στον Χρόνο, σαν σ’ ένα βράχο, κατρακυλούσα ακάθεκτος κατά την άβυσσο…

Dead woman

Κι όμως, φτάνει ένα λουλούδι για να σταματήσει την τρελή πορεία του βράχου! Αυτό το λουλούδι το μοναδικό, το ανεκτίμητο, είναι για μένα η Μαργαρίτα, κι εγώ ο ταπεινός κηπουρός Της. Η ένωσή μας… 

Πώς να εκφράσω όσα έζησα μαζί της αυτό το καλοκαίρι; Πώς να χωρέσει η θάλασσα σε μια σελίδα; Η τρικυμία πώς να φυλακιστεί μέσα στις λέξεις; Πώς γίνεται ιστορία το ταξίδι; Δεν είμαι ο Όμηρος… Όμηρος είμαι κι εγώ, όπως κι εκείνος, Μούσας πεντάμορφης. Μα εμένα είναι θεά της Πράξης, όχι της Ποίησης! Σιωπή λοιπόν. 

Ξυλάρμενοι διαπλεύσαμε ολοταχώς τον ωκεανό της ηδονής και της οδύνης. Σαν κόπασε η κοσμοχαλασιά, βρεθήκαμε, σχεδόν ξεψυχισμένοι, στις εσχατιές του κόσμου τούτου, στη δύση, εκεί όπου ο ουρανός έχει πάντα το χρώμα του κεχριμπαριού. Μπροστά μας, η ασφοδελή γη των ονείρων. Αποφασίσαμε να ξεμπαρκάρουμε. Δεν ήταν δα και καμιά δύσκολη απόφαση. Εγώ ανέλαβα να Την κουβαλήσω στην ακτή. Έτσι ήταν το σωστό. Τετέλεσται. Βγαίνω κι εγώ έξω τώρα. Μια τελευταία χάρη. Ειδοποιήστε, παρακαλώ, την ανιψιά μου τη Σμαράγδα στην πατρίδα, που μ’ έχει για χαμένο, να ξέρει ότι βρήκα την Ιθάκη μου. Σάντα Χουανίτα Λα Φονξιονάρια, 7/9/1999 Ευστράτιος Αγγελέτος του Σπυραντωνίου. 

 

Του κάκου διερρήγνυε τα ιμάτιά του ο Έλληνας πρόξενος στην Κόστα Ρόχα ότι η γυναίκα του δεν είχε ερωτική σχέση με τον γέρο κι άρρωστο κηπουρό - σύμφωνα με τους γιατρούς είχε μόνο λίγους μήνες ζωής ακόμη - και ότι το χέρι του αυτόχειρα φονιά το είχε οπλίσει η τρέλα. Άλλου είδους τρέλα διέγνωσε η κοινή γνώμη των δύο χωρών, της Κόστα Ρόχα και της Ελλάδας, όπου το έγκλημα πήρε μεγάλη δημοσιότητα, όταν διέρρευσε το περιεχόμενο του παραπάνω σημειώματος. Ωστόσο, καμία από τις δύο εκδοχές δεν ήταν η σωστή. Το αληθινό νόημα του σημειώματος δεν το κατάλαβε παρά μόνον εκείνος στον οποίον απευθυνόταν: ο ανιψιός του πάλαι ποτέ εμποροπλοιάρχου, ο μοναδικός συγγενής του. Αυτός μετά από λίγο καιρό άνοιξε τον τάφο της άτυχης γυναίκας, στην Αθήνα, έκλεψε το πτώμα της και πήρε τον κρυμμένο θησαυρό του θείου του, το λαθραίο σμαράγδι που εκείνος την είχε αναγκάσει να καταπιεί, πριν την πυροβολήσει στο κεφάλι, για να μπορέσει να το βγάλει από τη στρατοκρατούμενη χώρα, από όπου ούτε οι νεκροί, εκτός αν ανήκαν στο διπλωματικό σώμα, δεν είχαν άδεια εξόδου.

Ετικέτες: Νεοκλής Γαλανόπουλος

Εκτύπωση