Παπαλυμπέρη Γεωργία: «Τι έχεις;» «Τίποτα»

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα


φωτό: Όλγα Γεωργιάδου

Ο νεαρός αστυνομικός κοίταξε ταραγμένος το ακουστικό του τηλεφώνου που μόλις είχε κατεβάσει. Ένιωσε έξαψη και ενθουσιασμό. Ήθελε να φωνάξει από την χαρά του, αλλά είδε κρυμμένος πίσω από την οθόνη του υπολογιστή τους συναδέλφους του και κοκκίνισε. «Παίξ’ το ψύχραιμος. Σαν να το έχεις κάνει πολλές φορές. Πρέπει να δείχνεις έμπειρος για να σε σέβονται». Είπε στον εαυτό του και σηκώθηκε αποφασιστικά  γραπώνοντας, την τελευταία στιγμή πριν στρίψει το σώμα του, ένα φάκελο και ένα στυλό. Ο φάκελος ήταν άσχετος με την υπόθεση, αλλά θα τον έκανε να φαίνεται σοβαρός και αξιόπιστος.  Πάρα το τρέμουλό του κατάφερε να περπατήσει σταθερά ως την αίθουσα ανακρίσεων, αυτό που δεν κατάφερε ήταν να ελέγξει το στόμα του που άνοιξε διάπλατα όταν αντίκρισε την αστυνόμο θρύλο μπροστά του.

«Έτοιμος;» Τον ρώτησε με το χέρι στο πόμολο.

«Έτοιμος; Πώς να είμαι έτοιμος; Θα είμαι παρών σε μια ανάκριση με τον θρύλο. Διάβολε, θα είμαι ο συνέταιρος του θρύλου στην ανάκριση». Σκέφτηκε και αμέσως απάντησε. «Έτοιμος».

Η αστυνόμος μπήκε αποφασιστικά στην αίθουσα και εκείνος ακολούθησε, έκατσαν σχεδόν ταυτόχρονα – βασικά ο νεαρός την μιμήθηκε βλέποντας τις κινήσεις της με την άκρη του ματιού του- και μόνο τότε εκείνος κοίταξε ποιον είχαν να ανακρίνουν. Ξαφνιάστηκε. Ένιωσε αμήχανα. Περίμενε έναν σκληρό εγκληματία, έναν άνθρωπο που θα έδειχνε πόσο κακός ήταν  και τότε εκείνος θα του αποσπούσε με αυτά που είχε θεωρητικά μάθει την αλήθεια. Όμως μπροστά του βρισκόταν μια γυναίκα με ρούχα γεμάτα αίματα και θλιμμένο ύφος. Έμοιαζε με την θεία του, με την γειτόνισσα, διάβολε έμοιαζε με την μάνα του.

«Λυπάμαι για την απώλεια σας».

Η γυναίκα σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε την αστυνόμο μπροστά της. Δάκρυσε. «Ευχαριστώ».

Ο νεαρός αισθανόταν μπερδεμένος. Του είχαν μιλήσει για δολοφόνο και εκείνος μπροστά του είχε μια γυναίκα καταρρακωμένη.

«Θα χρειαστούν τα ρούχα».

«Θα τα δώσω. Αφήστε με λίγο ακόμα μόνο. Θέλω να τον αισθάνομαι».

«Πείτε μας. Τι έγινε;» Η αστυνόμος μιλούσε απαλά σχεδόν φιλικά, σαν να την συμπονούσε.

Ο νεαρός ένιωσε απέχθεια για τον σκοτωμένο. Φαντάστηκε την γυναίκα απέναντι του να σκοτώνει τον άντρα της σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί τον εαυτό της.

«Τον σκότωσα». Η γυναίκα ήταν ταραγμένη. Έκλεινε και άνοιγε συνεχώς τα χέρια της σταυρώνοντας και ξεσταυρώνοντας τα ακουμπώντας το αίμα του άντρα της που είχε ποτίσει την μπλούζα και τη φόρμα της.

«Πως;»

«Έφερε το μεγάλο μαχαίρι για να κόψουμε την πίτσα», είπε με το βλέμμα χαμηλά και μετά κοιτώντας την αστυνόμο στα μάτια, «Δεν ήταν νοικοκύρης. Ποτέ δεν ήταν νοικοκύρης. Δεν έπρεπε να είχε φέρει το μεγάλο μαχαίρι».

«Ναι. Έχεις δίκαιο. Πες μας τι έγινε απόψε. Τι σου έκανε;»

«Δεν είχα μαγειρέψει. Γιατί δεν είχα μαγειρέψει;» Κοίταξε την αστυνόμο περιμένοντας μιαν απάντηση και όταν δεν την πήρε συνέχισε. «Του είπα στο τηλέφωνο ότι θα αργούσαμε να φάμε και εκείνος προσφέρθηκε να φέρει κάτι έτοιμο. Δεν ήθελε να  με ταλαιπωρήσει». Η γυναίκα ξαφνικά μεταμορφώθηκε από τον θυμό που προηγήθηκε του ξεσπάσματος της. «Και ξέρεις τι έφερε; Αν είναι δυνατόν. Έφερε ΠΙΤΣΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ. Μα είναι δυνατόν. Πως μπόρεσε; Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό; Μετά από τόσα που έχω κάνει εγώ για εκείνον. Ανέχτηκα τα πάντα. Του έδωσα τα πάντα».

Ο νεαρός ταράχτηκε από το  ξέσπασμα της.

«Δεν έπρεπε να φέρει πίτσα Μαργαρίτα». Συμφώνησε και η αστυνόμος ενώ πρόσθεσε με απαλή φωνή. «Γιατί….»

«Εκείνο το πορνίδιο φταίει. Αυτή τον ξεγέλασε. Την είχα δει πως τον κοιτούσε. Φορούσε και αυτά τα κοντά, τα κολλητά. Βέβαια, αυτή δεν είναι μια γυναίκα με δουλειά, με σπίτι να φροντίσει. Αυτή είναι μια κοπελίτσα. Μένει με τους γονείς της που της τα έχουν όλα έτοιμα και εκείνη μόνο τα λούσα σκέφτεται και τον εαυτό της. Μπορούσε να πάει γυμναστήριο, να χαλαρώσει και να περιποιηθεί το σώμα της. Και εκείνος, ο γελοίος, νόμιζε πως τον ήθελε στα αλήθεια. Ότι τον ήθελε για κάτι παραπάνω από τα λεφτά του και την υποστήριξη στην δουλειά».

«Είχαν σχέση».

«Ναι, είχαν σχέση για ένα χρόνο. Και εκείνος πίστεψε ότι τον ήθελε, ότι τον αγαπούσε. Μου έφερε μια πίτσα Μαργαρίτα και μου είπε πως ήταν ερωτευμένος. Πως ήθελε διαζύγιο. Τι νόμιζε, ότι το κοριτσάκι θα τον ήθελε; Θα ανεχόταν την κοιλιά του; την κούραση του;  την γκρίνια του;»

«Δύσκολο». Η αστυνόμος κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας μαζί της.

«Όταν είπε στην μικρή ότι θα χωρίσει και θα είναι μαζί, εκείνη εξαφανίστηκε χωρίς εξηγήσεις. Αναρρωτική για την δουλειά, κλειστά τηλέφωνα. Έμαθε ότι είχε φύγει διακοπές με άλλον,  τότε κατάλαβε. Έπρεπε  να τον έβλεπες, ήρθε πίσω σαν κουτάβι που έκανε ζημιά. Μου έταξε τον ουρανό με τα άστρα». Σταμάτησε για λίγο να μιλάει. «Κι εγώ τον δέχτηκα πίσω. Τον συγχώρεσα».

«Κι εκείνος…» Προέτρεψε η αστυνόμος ενώ ο νεαρός προσπαθούσε να συνδέσει τα γεγονότα. Είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό του να βρει πως είχαν γίνει τα πράγματα πριν τα πει η γυναίκα.

«Εκείνος ήταν τύπος και υπογραμμός. Είχε περάσει σχεδόν ένα χρόνος από εκείνο το βράδυ που με παρακάλεσε να τον δεχτώ πίσω. Και ήταν ένας υπέροχος χρόνος. Όταν έφερε την πίτσα Μαργαρίτα δεν το πίστευα, δεν είχα καταλάβει τίποτα. Δεν ήξερα ότι με απατούσε».

«Έφερε πίτσα Μαργαρίτα για να φάτε. Την ίδια πίτσα που είχε φέρει όταν σου είπε ότι θέλει να χωρίσετε». Είπε απαλά η αστυνόμος έχοντας κατά βάθος ξαφνιστεί, αλλά χωρίς να το εκφράσει. Είχε δει πολλά στην ζωή της.

«Του είχα απαγορεύσει να φέρνει πίτσα Μαργαρίτα  μετά από εκείνη την μέρα που μου είπε ότι θέλει να χωρίσουμε, ότι είχε σχέση».

«Και απόψε έφερε πίτσα Μαργαρίτα».

«Ναι. Πάγωσα μόλις άνοιξε το κουτί».

«Τι σου είπε;»

«Με ρώτησε, τι έχω;» Το βλέμμα της γυναίκας γινόταν βαθιά μελαγχολικό.

« Τι απάντησες;»

«Του είπα τίποτα». Η σιωπή στην αίθουσα φάνηκε αιώνια. «και τότε άρπαξα το μαχαίρι και το κατέβασα με δύναμη στο στήθος του, την κοιλιά, στα γεννητικά του όργανα».

Ο αστυφύλακας ασυναίσθητα έσφιξε τα πόδια σε μια κίνηση προστασίας, ίσως και πόνου.

«Δεν θα του επέτρεπα να με αφήσει». Είπε κοιτώντας την αστυνόμο μέσα στα μάτια. «Τον αγαπάω».

«Είχε σχέση τελικά;» Την ρώτησε η αστυνόμος νευριασμένη πολύ μετά την δήλωσή της ότι τον αγαπούσε.

«Δεν ξέρω. Δεν είχα καταλάβει τίποτα. Την προηγούμενη φορά το ήξερα, το έβλεπα μπροστά μου, το ένιωθα. Αυτήν την φορά δεν είχα καμία ένδειξη. Κρυβόταν καλά».

«Ή δεν είχε καμία σχέση και η πίτσα Μαργαρίτα ήταν τυχαία. Σκεφτήκατε ότι μπορεί να μην είχε συνδέσει ποτέ το γεγονός ή απλά να το είχε πια ξεχάσει;» Η αστυνόμος μιλούσε με απόλυτη ηρεμία και ψυχραιμία, αλλά ήξερε τι έκανε εκείνη την στιγμή στην γυναίκα. Δεν την ενδιέφερε. Ήταν μια δολοφόνος. «Σκοτώσατε έναν  άνθρωπο που λέτε ότι τον αγαπούσατε επειδή έφερε να φάτε πίτσα Μαργαρίτα, την οποία είχε φέρει όταν σας είχε ζητήσει διαζύγιο, χωρίς να του επιτρέψετε να απολογηθεί». Η αστυνόμος έκλεισε το φάκελο μπροστά της. «Θα έρθει κάποιος να σας οδηγήσει για να αλλάξετε».

Η γυναίκα την κοιτούσε και έμοιαζε ανίκανη να καταλάβει τι της έλεγε.  Όμως ο θυμός της αυξανόταν. Αυτή η γυναίκα την είχε γελάσει. Δεν την συμπονούσε. Βέβαια, εκείνη δεν μπορούσε να νιώσει πως αισθάνεται μια γυναίκα όταν την παρατάει ο άντρας της για μια νεότερη γυναίκα.

«Τι έχετε;» ο νεαρός αστυνόμος τρόμαξε βλέποντας ότι η γυναίκα είχε κοκκινίσει και τα μάτια της είχαν αγριέψει.

«Τίποτα». Του απάντησε απότομα και θυμωμένα.

Ο νεαρός ενστικτωδώς έκανε ένα βήμα πίσω και νοερά σκέφτηκε ότι θα πρέπει να δίνει περισσότερη προσοχή, όταν η κοπέλα του απαντάει στην ερώτηση του, «Τι έχεις;», «Τίποτα».

Ετικέτες: Γεωργία Παπαλυμπέρη

Εκτύπωση