Μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Αρχείο, σε φιλολογική επιμέλεια και κείμενα του Νίκου Σαραντάκου, ένας τόμος με 265 χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη που έχει τον τίτλο «Αστυνομικά» (376 σελ.). Όπως αφήνει να εννοηθεί ο τίτλος, πρόκειται για χρονογραφήματα που έχουν ως αντικείμενο τις μεγάλες και (κυρίως) τις μικρές ειδήσεις του αστυνομικού δελτίου: από γεγονότα που συντάραξαν την κοινή γνώμη και έγιναν πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες έως ειδησάρια για μικροπεριστατικά που δεν αξιώθηκαν παραπάνω από ένα μικρό μονόστηλο σε μια γωνία της τελευταίας σελίδας.

Τα χρονογραφήματα που περιλαμβάνονται στον τόμο δημοσιεύτηκαν σε τέσσερις εφημερίδες της Αθήνας από το 1939 έως το 1957, τις εξής:

Πρωία, 1939-1944
Προοδευτικός Φιλελεύθερος, 1950-1953
Προοδευτική Αλλαγή 1953
Αυγή 1953-1957

Η μερίδα του λέοντος των χρονογραφημάτων του τόμου (σχεδόν τα 2/3) ανήκουν στη μεσαία περίοδο, στα σχεδόν τριάμισι χρόνια 1950-1953. Δεν είναι παράλογο: στην Κατοχή η ειδησεογραφία είναι αποστειρωμένη και η γκάμα των επιτρεπτών θεμάτων στενή, ενώ τα χρονογραφήματα στην Αυγή έχουν πολιτικό κυρίως χαρακτήρα. Αντίθετα, στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια της περιόδου 1950-53, τα χρονογραφήματα του Βάρναλη αντλούν συχνότατα το θέμα τους από την τελευταία σελίδα των εφημερίδων, τη σελίδα με τα κάθε λογής ειδησάρια, όπως άλλωστε το δηλώνει ρητά κι ο ίδιος:

Καθρέφτης της παντοτινής και καθημερινής «ευημερίας» της χώρας είναι η τελευταία σελίδα των εφημερίδων. Ομιλώ για την ευημερία του λαού―των «κάτω στρωμάτων», που λένε. (...) Ομιλώ για την ευημερία των ανέργων, των αστέγων, των ανοσηλεύτων, των «αγραμμάτων» και των «ορεσιβίων»!

Και ακόμα πιο απερίφραστα, χωρίς ειρωνεία: Η τελευταία σελίδα των εφημερίδων είναι ο ηθικός καθρέφτης του πολιτισμού μας. Εκεί αναγράφονται τα συνηθισμένα εγκλήματα της προηγούμενης ημέραςΤα συνηθισμένα, τα χιλιοειπωμένα, τα χωρίς πρωτοτυπία, τα ίδια και τα ίδια! Τα βαρετά!

Τα χρονογραφήματα λοιπόν που περιλαμβάνονται στα «Αστυνομικά» έχουν ως πρώτη ύλη τους αυτά ακριβώς τα περιφρονημένα και αξιοπεριφρόνητα μονόστηλα ειδησάκια, που δεν τους ρίχνει κανείς δεύτερη ματιά: στυγερά εγκλήματα αλλά και ευτελείς κλοπές· ευφυείς απάτες και θλιβερές αυτοκτονίες· πολύ αίμα και μπόλικη δυστυχία. Σπάνια κάποιο έγκλημα θεωρείται αρκετά τρανταχτό ώστε να πάρει προαγωγή για την πρώτη σελίδα, όπως ας πούμε ο δράκος της Καλογρέζας προπολεμικά ή της Βουλιαγμένης μεταπολεμικά.

Γεννιέται το ερώτημα: αν η πρώτη ύλη των χρονογραφημάτων είναι τόσο αδιάφορη, έχει νόημα να ξαναδιαβάσουμε τα χρονογραφήματα εβδομήντα χρόνια μετά, τη στιγμή που τα συμβάντα που έδωσαν στον χρονογράφο αφορμή και έμπνευση έχουν ξεχαστεί προ πολλού; Ο Ν. Σαραντάκος πιστεύει πως ναι, πως αξίζει να δούμε πώς σχολιάζει ένας κορυφαίος πνευματικός άνθρωπος κι ένας μεγάλος μάστορας της πένας αυτά «τα συνηθισμένα, τα χιλιοειπωμένα, τα βαρετά» εγκλήματα.

Θα δούμε ότι ο Βάρναλης συνήθως δεν στέκεται στο μικροπεριστατικό, αλλά προσπαθεί να αναδείξει τις αιτίες (π.χ. «Το έγκλημα 90 στα εκατό έχει για αιτία του την πείνα· η πείνα την αναδουλειά· κι η αναδουλειά την κοινωνικήν Αδικία») και, κάποτε, να προτείνει θεραπεία, όπως π.χ. για την αναγνώριση των εξώγαμων παιδιών.

Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι δεν χλευάζει τον αδύνατο παραβάτη· παίρνει το μέρος του φτωχού που έκλεψε, αλλά δεν τσιγκουνεύεται την ειρωνεία για τους τραμπούκους, τους παλικαράδες και τους δυνατούς που αδικούν.

Επίσης, διαβάζοντας το βιβλίο καταρρίπτεται η εντύπωση πως μόνο στην εποχή μας συμβαίνουν βίαια και ειδεχθή εγκλήματα· συνειδητοποιούμε όμως πόσο χειρότερη ήταν η θέση της γυναίκας στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Πράγματι, πολλά από τα χρονογραφήματα αφορούν τις σχέσεις των δύο φύλων, και σε κάποιες περιπτώσεις ήταν δύσκολη η απόφαση αν ένα χρονογράφημα θα καταταγεί σε τούτον τον τόμο ή στον μελλοντικό που θα αφορά ακριβώς τον έρωτα και τις σχέσεις των φύλων. Σε πολλές περιπτώσεις σχολιάζονται εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας, αρκετά από αυτά φόνοι γυναικών για «λόγους τιμής». Θα δούμε τον Βάρναλη να συμπαραστέκεται συστηματικά στο αδύνατο μέρος, στις γυναίκες:

Πάντως, η γυναίκα είναι περισσότερο δικαιολογημένη από τον άντρα, για λόγους πάλι υπερατομικούς. Η θέση της στην κοινωνία και στην νομοθεσία είναι κατώτερη από του άντρα. Κι ενώ ο άντρας, που του φεύγει η γυναίκα του δεν ατιμάζεται, εξόν εάν το θέλει ο ίδιος να το πάρει έτσι το ζήτημα, η γυναίκα (εννοώ η ανύπαντρη), που την παρατάει ο εραστής της και μάλιστα με παιδί στην αγκαλιά, είναι γυναίκα ατιμασμένη, αν όχι εδώ στην Αθήνα, που οι αντιλήψεις έχουν αρκετά εξελιχθεί προοδευτικά, τουλάχιστο στις στενές κοινωνίες των επαρχιών.

Δυστυχώς τη δικαιοσύνη την απονέμουν οι άντρες, που πάντα αθωώνουν τους συζύγους, τους αδερφούς, τους πατέρες που σκοτώνουνε τη γυναίκα τους, την αδερφή τους και την κόρη τους «για λόγους τιμής».

Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

Τα χρονογραφήματα  του τόμου αυτού είναι γραμμένα με κέφι και με άφθονη ειρωνεία, με τη χαρακτηριστική του μαστοριά, με την αστραφτερή, χυμώδη δημοτική γλώσσα του. Γούστο έχουν εκείνα τα χρονογραφήματα που είναι εμπνευσμένα από κάποιο ασήμαντο περιστατικό, π.χ. έναν καβγά «δι' ασήμαντον αφορμήν», που κατέληξε σε μικροτραυματισμό: με πολύ κέφι, ο Βάρναλης προσπαθεί να αναπαραστήσει τη σκηνή, φτιάχνει διαλόγους ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του ειδησαρίου, παρουσιάζει και την μια και την άλλη πλευρά των επιχειρημάτων.

Ειδικά στη μεταπολεμική περίοδο, όμως, η ειρωνεία του Βάρναλη γίνεται ολοένα και περισσότερο πικρή και καυστική, ενώ παίρνει και νότες παραδοξολογίας. Εύκολα εξηγείται αυτό, αν σκεφτούμε ότι, από τη σκοπιά του ποιητή, ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα: όσοι επί Κατοχής αντιστάθηκαν στον κατακτητή και έδωσαν το αίμα τους βρίσκονται στις φυλακές και τις εξορίες σαν προδότες της πατρίδας, ή, όπως το λέει ο ίδιος, «Από τη στιγμή, που η Προδοσία θεωρήθηκε εθνική πράξη κι η Αντίσταση κατά του εχθρού προδοσία, τίποτα δεν μπορεί να μείνει στη θέση του». Κι ο παραλογισμός συνεχίζεται στα μετεμφυλιακά χρόνια όπου «Ο 'πίνακας των αξιών' έχει ανατραπεί: εγκλήματα δεν είναι οι εγκληματικές πράξεις, αλλ' οι πολιτικές ιδέες» ή, πιο σύντομα, «δεν είναι έγκλημα το να εγκληματείς παρά το να φρονείς».

Έτσι, δεν είναι περίεργο που συχνά ο Βάρναλης καταφεύγει στην παραδοξολογία ή στον κυνισμό («Τώρα που η ζωή του ανθρώπου δεν αξίζει μια πεντάρα»). Για κάποιον ευφυή απατεώνα, συμπεραίνει: «Αλλά παρ' όλη του την αλεπουδοσύνη ήτανε πολύ κουτός. Δεν ήξερε, πως για να πετύχει και να γίνει μέγας, δεν έπρεπε ν' απατάει άτομα παρά λαούς ολάκερους!» ενώ θεωρεί παρήγορο σημάδι που ακόμα συμβαίνουν γυναικοκαβγάδες: «Μέσα στους ποταμούς των αιμάτων ένα τακούνι, μια παντόφλα· ανάμεσα στα διάφορα πολεμικά μέτωπα ένας γυναικοκαβγάς είναι παρήγορα σημάδια, πως δε χάθηκε ακόμα η ανθρωπιά από τον κόσμο. Όσο θα υπάρχουνε τέτοιου είδους ειδυλλιακοί γυναικοκαβγάδες, δε θα χάσουμε την ελπίδα, πως κάποτε θ' αγαπήσει ο κόσμος και θα πάψει ν' αλληλοσκοτώνεται...».

Ο Βάρναλης συνηθίζει να διανθίζει τα χρονογραφήματά του με παραθέματα στίχων και φιλολογικές αναφορές, ενώ ο επιμελητής αποφεύγει να επισημάνει λεπτομέρειες για κάθε συμβάν του αστυνομικού δελτίου που μνημονεύεται ώστε να μην "φορτώσει" υπερβολικά το βιβλίο, συμπληρώνοντας σε υποσημειώσεις αναλυτικότερες επεξηγήσεις για ορισμένα μόνο περιστατικά, καθώς και για ορισμένες περιπτώσεις «πολύκροτων» εγκλημάτων.

Αναλυτικότερα στοιχεία για το βιβλίο μπορείτε να βρείτε εδώ.

Διαβάστε ένα μέρος του βιβλίου, εδώ.

Εκτύπωση